Το Τετράχορδο Μπουζούκι κατά την Προπολεμική περίοδο

Το Τετράχορδο Μπουζούκι

κατά την Προπολεμική περίοδο

Μια ιστορική αναδρομή

 

Γράφει ο Σταύρος Κουρούσης

 

Ένα θέμα έρευνας γύρω από μπουζούκι και την ιστορία του,  αφορά αναπόφευκτα για το αν το τετράχορδο προϋπήρχε πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και επομένως πριν την επιρροή του σπουδαίου Μανώλη Χιώτη, ο οποίος και το ανέδειξε κατά την δεκαετία του 1950.

 

Στο παρόν άρθρο μέσω ιστορικών στοιχείων γίνεται μια προσπάθεια διαλεύκανσης του συγκεκριμένου ζητήματος.

 

Ερευνητές όπως ο μουσικός και οργανοποιός Πέτρος Μουστάκας έχουν αποδείξει μέσω της αρθρογραφίας τους, πως το 4χορδο μπουζούκι κατασκευαζόταν από τον σπουδαίο οργανοποιό Αναστάσιο Σταθόπουλο, όπως εντοπίζεται και στον εμπορικό κατάλογο «Ἐργοστάσιον μουσικών οργάνων Α. Σταθοπούλου, – Νέα Υόρκη», όπου απεικονίζεται τετράχορδο μπουζούκι με 27 ντόγες, κατασκευασμένο από ξύλο παλίσανδρο και με τιμή πώλησης στα 30$.

Σε διαφήμιση του καταστήματος μουσικών οργάνων του Μάρκου Δημητρίου Πελτέκη, με την επωνυμία «Ο Αρίων» στη Νέα Υόρκη, πωλείται το 4χορδο μπουζούκι (ανάμεσα στα συνολικά πέντε μοντέλα μπουζουκιού) με 27 ντόγες. Ως προς το ρεπερτόριο που έπαιζαν αυτά τα τετράχορδα όργανα στην Αμερική εικάζουμε από τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε, πως το 4χορδο μπουζούκι αντιπροσώπευε κυρίως την σχολή του παραδοσιακού και δημοτικού τραγουδιού. Ιστορικά η 4χορδη διάταξη καταγράφεται ακόμα σε διασωζόμενα δείγματα ελληνικών ταμπουράδων του 19ου αιώνα. Στην δισκογραφία γραμμοφώνου το 4χορδο μπουζούκι η λαουτομπούζουκο πιθανότατα καταγράφεται για πρώτη φορά,  το 1926 στις Η.Π.Α από τον Πατρινό Καραγκιοζοπαίχτη Μιχάλη Αμπατάγγελο (1891-1972), γνωστό ως Μάικ Πατρινό . Ο παλαιότερος Έλληνας οργανοποιός της Αμερικής, ο  Θεόδωρος Καραμπάς, με καταγωγή από το Βρονταμά Λακωνίας, κατασκεύαζε ένα ιδιαίτερο λαουτομπούζουκο το οποία σύμφωνα με τα σωζόμενα δείγματα αλλά και φωτογραφίες σε αρκετές περιπτώσεις έφερε 4χορδο αρμάτωμα, πιθανώς αυτό του λαούτου, το οποίο και αντικαθιστούσε στα γλέντια και τις γιορτές των Ελλήνων μεταναστών

.

( Γλέντι Ελλήνων Κρητών μεταναστών, Carbon city Utah, ~ 1915)

Ο Αναστάσιος Σταθόπουλος με καταγωγή επίσης από την Λακωνία, μετανάστευσε από την Σμύρνη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1904, δέκα χρόνια μετά τον Θεόδωρο Καραμπά. Τα δείγματα των οργάνων των Καραμπά και Σταθόπουλου διαφέρουν αρκετά στον χαρακτήρα κατασκευής τους. Ο Καραμπάς ακολουθεί ως πρότυπο κατασκευής κυρίως το λαούτο, ενώ ο Αναστάσιος Σταθόπουλος το μαντολίνο.

 

Πολύχορδα μπουζούκια και το Εριβάν

Στον ελλαδικό χώρο οι απαρχές του 4χορδου μπουζουκιού υπήρξε θέμα αναφοράς έως στις μέρες μας σε σχέση με δύο ονόματα, τον μουσικό Μανώλη Χιώτη και τον δάσκαλο του Στεφανάκη Σπιτάμπελο ( Σκύρος 1907- Αθήνα 1975)

 

.

                              (Από αριστερά: Μανώλης Χιώτης, Ανδρέας Σπαγγαδώρος, Στεφανάκης Σπιτάμπελος, Αθήνα ~1939)

Αρχικά ο μουσικός Στεφανάκης Σπιτάμπελος, σύμφωνα με μαρτυρία του Μιχάλη Γενίτσαρη, κατά την δεκαετία του 1930 παρήγγειλε από την Ιταλία ένα μπάντζο με μανίκι μπουζουκιού. 

 

Ο Σπιτάμπελος φαίνεται για πρώτη φορά να κρατάει ένα πολύχορδο μπάντζο με έξι χορδές, στην περίφημη φωτογραφία με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τον κιθαρίστα Αλέκο Παναγόπουλο το 1938.

Το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη φωτογραφία είναι πως ο Παναγόπουλος και ο Σπιτάμπελος φαίνεται να ”κρατούν” την συγχορδία ντο ματζόρε. Επομένως προκύπτει πως το συγκεκριμένο όργανο έφερε τα διαστήματα του κουρδίσματος της κιθάρας. Οι πειραματισμοί και το ενδιαφέρον του Σπιτάμπελου για το μπαντζο-μπούζουκο συνεχίστηκαν και μετά τον πόλεμο όπου διακρίνεται πλέον να κρατάει τρίχορδο μπαντζο-μπούζουκο.

 Σε μια φωτογραφία του 1943 ο Σπιτάμπελος εμφανίζεται να κρατάει ένα όργανο με πέντε χορδές. Αυτό το όργανο ονομαζόταν Εριβάν,

Ο όρος Εριβάν (από την ονομασία Γιερεβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας) προέρχεται από τον κατασκευαστή του και εφευρέτη του, τον σπουδαίο Αρμένικης καταγωγής οργανοποιό Ζοζέφ Τερζιβασιάν, ο οποίος κατασκεύασε μια σειρά τέτοιων οργάνων για διαφόρους μουσικούς όπως τον Μανώλη Χιώτη τον Γιάννη Τατασόπουλο, τον Σταύρο Τζουανάκο και άλλους. Το Εριβάν υπήρξε ένα πεντάχορδο όργανο, με τρεις μονές μπάσες και δύο ζεύγη ψιλών χορδών. Είχε πλακέ σκάφος, σχήμα περίπου βιόλας, μαντολινίστικη τσάκιση και f holes, δηλαδή τρύπες επικεντρικά του καπακιού που παραπέμπουν σε τεχνοτροπία δανεισμένη από το βιολί. Επίσης στις αναφορές που θα ακολουθήσουν σημειώνεται και ως τετράχορδο.

Το πεντάχορδο Εριβάν εμφανίζεται σε μια φωτογραφία του Γιάννη Τατασόπουλου του 1943, της ίδιας δηλαδή χρονιάς με τη φωτογραφία του Στέφανου Σπιτάμπελου. Σύμφωνα με τον Νίκο Τατασόπουλο, το Εριβάν του πατέρα του είχε κούρδισμα ΡΕ ΛΑ ΦΑ ΝΤΟ ΣΟΛ, ενώ ο Μανώλης Χιώτης που υπήρξε ο δεύτερος δάσκαλος του Τατασόπουλου, χρησιμοποιούσε την ίδια εποχή παρόμοιο όργανο. Λογικά λοιπόν το τετράχορδο Εριβάν έφερε κούρδισμα ΡΕ ΛΑ ΦΑ ΝΤΟ, που  στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έμελλε να αποτελέσει το μόνιμο κούρδισμα με το οποίο καθιερώθηκε το 4χορδο μπουζούκι.

(
(Αρχείο Νίκου Τατασόπουλου)

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς κατασκευάστηκε το Εριβάν από τον Ζοζέφ, όμως η ημερομηνία των φωτογραφιών του Γιάννη Τατασόπουλου και Στέφανου Σπιτάμπέλου μας οδηγεί στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο. (Αξίζει να αναφέρουμε πως σε ετικέτα μπουζουκιού κατασκευής Θεόδωρου Καραμπά του 1911, απεικονίζεται πολύχορδο μπουζούκι στο οποίο διακρίνονται έξι μονές χορδές!)

Κατά το χρονικό διάστημα του μεσοπολέμου, έχουμε δείγματα από οργανοποιούς όπως ο Αγκόπ Τσακιριάν και ο Κωνσταντινίδης, οι οποίοι είχαν φτιάξει μπουζούκια σε καλούπι σκάφους μικρής κιθάρας, αλλά διαφορετικού τύπου κατασκευής από το Εριβάν, όσο αφορά το σχήμα, την τρύπα στο καπάκι και άλλα χαρακτηριστικά.

Σε συνέντευξη στον Γιώργο Κώτσαρη σε DVD του περιοδικού «Μαθαίνω το μπουζούκι» (Εκδόσεις Πανδουρίς), ο μπουζουξής Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος περιγράφει το Εριβάν ως εξής:

Το σκάφος του ήταν πλακέ από πίσω, ήταν μικρότερο από της κιθάρας με κοψιά βιολιού και μάνικο μπουζουκιού 67 κλίμακας και με κούρδισμα Re La Fa Do.

Ο τραγουδιστής Τάκης Μπίνης αναφέρει επίσης στην ερευνήτρια Ιωάννα Κλειάσιου:

«[…]Το τετράχορδο για τότε (1950) δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Κακώς λένε πως ο Μανώλης ο Χιώτης έκανε την προσθήκη της τέταρτης χορδής στο μπουζούκι. Απλά, ο Χιώτης το έκανε γνωστό από τα ωραία τραγούδια του και τη μουσική μεγαλοφυΐα του. Πολλοί έπαιζαν τότε τετράχορδα που τα ‘λεγαν κιθαρομπούζουκα ή πιο σωστά Εριβάν. … Ένας έπαιζε τετράχορδο τότε, αλλά άσσος! Ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος. Με τον Σπιτάμπελο ήμασταν δέκα χρόνια φίλοι. Ο Σπιτάμπελος ήταν πολύ καλός χειριστής, εξαιρετικά δάχτυλα, μεγάλος δεξιοτέχνης, αλλά είχε αυτό το κόλλημα με το τετράχορδο.»

Πιο συγκεκριμένα για τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο και το Εριβάν, αναφέρει ο Κώστας Καπλάνης στον ερευνητή Διονύση Μανιάτη:

-Ο Xιώτης εισήγαγε το τετράχορδο;

Όχι ο Χιώτης. Ο Χιώτης ήταν μαθητής του Σπιτάμπελου. Αυτός είχε βγάλει το τετράχορδο και απ’ αυτόν είχε πάρει ο Χιώτης. Γιατί ο Σπιτάμπελος είχε κάνει ένα είδος – το θυμάμαι όταν έπαιζα στου Γαβαλά στη Δραπετσώνα είχε έρθει μια φορά –  τετραχόρδου ανάμεσα μπουζούκι και μαντολίνου. Ήτανε λίγο ελαφρόμυαλος ο Σπιτάμπελος αλλά ήτανε μουσικός, φοβερός μουσικός. Έπαιζε κορνέτα στη δημαρχία Αθηνών, ήξερε νότες, αλλά το παίξιμο του αυτό στο μπουζούκι, μπουζουκιού παίξιμο δεν ήτανε. Ήτανε κάτι ανάμεσα σε μπουζούκι και μαντολίνο. Έπαιζε μάλιστα και πεντάχορδο αυτός αλλά το τρωγε. Έπαιζε Μπαχ επάνω, έπαιζε Λιστ, έπαιζε ότι ήθελες και σου ‘παιζε και το ταξίμι. Φοβερός ήτανε. Από αυτόν είχε πάρει ο συγχωρεμένος ο Χιώτης.

Εν κατακλείδι καταλήγουμε πως το σύγχρονο κούρδισμα του τετράχορδου μπουζουκιού ΡΕ ΛΑ ΦΑ ΝΤΟ  ήταν σε χρήση πριν από τον πόλεμο από τον Μανώλη Χιώτη ενώ  πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο σε ένα όργανο συγγενικό προς το μπουζούκι. Η τεχνοτροπία του κουρδίσματος του Εριβάν βασίζεται πάνω στην τονική μετατροπή από τις 5 πρώτες χορδές του κλασσικού κουρδίσματος της κιθάρας, κάνοντας εύκολο το χειρισμό του από ένα κιθαρίστα. Όμως το συγκεκριμένο κούρδισμα ήταν ”πολύ” για τα μπουζούκια εκείνης της εποχής, τα οποία δεν ήταν καταλλήλως κατασκευασμένα να αντέξουν την πίεση των 4 διπλών χορδών του ”κιθαριστικού” κουρδίσματος. Έτσι αρκετά χρόνια μετά ο Μανώλης Χιώτης σε συνεργασία με τους οργανοποιούς Αφούς Παναγή θα κατασκευάσουν το πρώτο σύγχρονο τετράχορδο μπουζούκι.

Ο ερευνητής Παναγιώτης Καγιάφας ανακάλυψε μια αποκαλυπτική συνέντευξη του Χιώτη στην εφημερίδα «Εμπρός» δημοσιευμένη στις 9-9-1961.  Την συνέντευξη υπογράφει ο συνεργάτης της εφημερίδας Σταμάτης Φιλιππούλης.

Οι γονείς του κατάγονται από τον Ναύπλιο, αλλά ο ίδιος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έξι ετών ήταν ο Μανώλης όταν άρχισε να δείχνει το ενδιαφέρον του για την μουσική. Ώρες ολόκληρες ταλαιπωρείτο και… ταλαιπωρούσε μια κιθάρα, προσπαθώντας να ανακαλύψει τον σωστό δρόμο για τις νότες.

Είναι δέκα χρονών όταν το καταφέρνει. Και ύστερα από δύο χρόνια εντατικής μελέτης τον βρίσκουμε να παίζει στο συγκρότημα Μπέζου, χαβάγιες, Τα άσπρα πουλιά.

Το ξέρει δεν το ξέρει ο μικρός κιθαρωδός, ή μοίρα έχει αποφασίσει πλέον για την τύχη του. Κι ακόμα κάτι άλλο. Μια σπουδαία στιγμή, που θα σφραγίσει ανεξίτηλα την ζωή του. Είναι τότε – στα 14 χρόνια του – που ανακαλύπτει το μπουζούκι.

«Άκουσα ένα δίσκο του Μάρκου Βαμβακάρη. Μου άρεσε ο ήχος που κατ’ευθείαν έφθανε στην καρδιά μου. Ζήτησα να γνωρίσω αυτό το όργανο. Όταν το ‘πιασα στα χέρια μου, μου φάνηκε σαν να είμαστε φίλοι από καιρό. Μόνο που ο «φίλος» ήταν «ημιτελής». Δηλαδή είχε τρεις χορδές κι εγώ, στα χρόνια που ακολούθησαν, σκεφτόμουν πώς να του δώσω άλλη μια χορδή να γίνει σωστό όργανο. Και τελικά το κατάφερα…»

Έτσι το 1955 το μπουζούκι με τις τρείς χορδές του «ρε, λα, ρε» αλλάζει σε «ρε, λα , φα, ντο» και με την ευκαιρία αυτή ο Μανώλης παίρνει και σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Κατασκευαστές του νέου μπουζουκιού ήταν οι θαυμάσιοι οργανοποιοί αδελφοί Παναγή, μαέστροι στο είδος τους.

Πήγαιναν συνάδελφοι του Μανώλη και τους ζητούσαν ένα μπουζούκι σαν του Χιώτη αλλά η καταχώρησις της, ας της πούμε εφευρέσεως, δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αργότερα όμως ο Χιώτης θέλοντας το τετράχορδο μπουζούκι να γίνει κτήμα όλων, έδωσε την  άδεια να κατασκευάζεται ελεύθερα.

Με την ευκαιρία αυτή σημειώνουμε ότι ο δημοφιλέστατος αυτός καλλιτέχνης είναι ο πρώτος που εισήγαγε, το 1947 την ηλεκτρική κιθάρα στην Ελλάδα και λίγο μετά, το πάντα ανήσυχο πνεύμα του, τον σπρώχνει να μετατρέπει το μπουζούκι σε ηλεκτρικό, που για 4-5 χρόνια θα τύχη μονοπώλιο. Χρειάζεται να είσαι πραγματικός βιρτουόζος στο είδος γιατί το ηλεκτρικό μπουζούκι είναι ένας φοβερός προδότης λόγω της μεγάλης ηχητικής του αποδόσεως και το παραμικρό φάλτσο μπορεί να ακουσθεί σαν… μικρή κανονιά και τότε το κοινόν, φυσικά, δεν πρόκειται να χειροκροτήσει.

Παρά την σημαντική αυτή μαρτυρία περί τη κατασκευής του τετράχορδου μπουζουκιού από τους Αφούς Παναγή, για πρώτη φορά το 1955, η μαρτυρία του τραγουδιστή Τάκη Μπίνη σε δύο διαφορετικές πηγές τοποθετεί την πρώτη εμφάνιση και χρήση του τετράχορδου από τον Μανώλη Χιώτη την σεζόν 1952-53, κατά την οποία δούλεψε μαζί του.

Σε συνέντευξη του στον Διονύση Μανιάτη αναφέρει:

ΕΡ. Κύριε Μπίνη έχω την εντύπωση ότι ο Μανώλης Χιώτης το διεύρυνε ή μάλλον το χάλασε το μπουζούκι;

ΑΠ. Το διέφθειρε, όχι το διεύρυνε. Η αιτία που χωρίσαμε ήτανε αυτή. Είχε στο σπίτι του ένα τετράχορδο. Αυτά τα τετράχορδα είναι παμπάλαια. Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Τα λέγαμε τότε κιθαρομπούζουκα και στην Ελληνική είναι καταχωρημένα Εριβάν. Ο Γιοβάν Τσαούς είχε ένα περίεργο πεντάχορδο. Δεν ήταν κάτι καινούργιο. Αυτά τα τραγούδια που έφτιαχνε ο Χιώτης, που έβλεπε 30 χρόνια μπροστά, δεν παίζονται στο τρίχορδο. Είναι πολύ δύσκολο. Ενώ το τετράχορδο είναι μια ημιτελής κιθάρα και το χόρδισμα είναι ακόμα κιθάρα. Λείπουν το μι μπάσο και το λα. Δηλαδή μέσα σε δύο τάστα παίζεται ένα ολόκληρο τραγούδι, ενώ στο τρίχορδο πρέπει να το πάρεις από κάτω μέχρι επάνω. Και του είπα Μην το φέρεις αυτό στο μαγαζί θα χωρίσουμε. Τότε δουλεύαμε στην Γωνιά της Αθήνας στην πλατεία Αμερικής.

Το 1953 μόλις έβγαλε το τετράχορδο, τελειώσαμε την συνεργασία μας.

Η Αθηναϊκή σχολή Μπουζουκιού

Τα πρώτα στοιχεία για τη χρήση τετράχορδου μπουζουκιού, ανάγονται στην Αθήνα περί το 1880, ως οργάνου ερμηνείας τραγουδιών και κομματιών ευρωπαϊκού αστικού ύφους. Ο νεότερος χαρακτήρας κατασκευής του οργάνου αλλά και ο τρόπος εκτέλεσης είναι ταυτόσημοι με αυτόν της σχολής του μαντολίνου֗. Ας σημειωθεί το γεγονός  πως   η εξαιρετική διάδοση – στα λαϊκά στρώματα των αστικών κέντρων  – του μαντολίνου και της κιθάρας (που διδάσκονταν σε όλες τις μουσικές σχολές και σε κρατικά σχολεία) καθιστούν το «ευρωπαϊκό» τραγούδι εξαιρετικά δημοφιλές αυτήν την περίοδο.

  Οι γνωστότεροι μπουζουξήδες της Αθηναϊκής σχολής υπήρξαν οι:

Φραγκούλης Ζαμπέτας, Θανάσης Μανέτας και Γεώργιος Σκούρτης ή τυπογράφος, Αδαμάντιος Γεωργιάδης (Υφασματέμπορος από τον Κολωνό με καταγωγή από την Κέρκυρα), Μιχάλης Ζαμπέτας, κ.ά.


         Η πιο γνωστή αναφορά για το τετράχορδο μπουζούκι των Αθηνών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου προέρχεται από το Μάρκο Βαμβακάρη:

  « – Ποιός ανακάλυψε το τετράχορδο μπουζούκι

-Δεν ξέρω, ήταν ανακαλυμένο, δεν πρόκειται να το ανακάλυψε κανένας καινούριος, γιατί ὁ Μανέτας που σας είπα ότι είχα ἀκούσει καὶ έπαιζε, ήταν με μπουζούκι τετράχορδο. Κι ένας άλλος Γιῶργος Σκούρτης, τυπογράφος στὴν Ἀθήνα, ποὺ πέθανε, έπαιζε τετράχορδο το 1937-38. Μπορεῖ νὰ παίζανε κι άλλοι. Ὁ Μανέτας ἔπαιζε με τὰ ευρωπαϊκά. Ἔπαιζε με τα άλλα όργανα. Ἤτανε ευρωπαίος, δηλαδὴ έπαιζε βάλς, φόξ, ταγκὸ τέτοια πράματα. Τέτοια έπαιζε αὐτός. Δεν ἔπαιζε λαϊκά.»


   Σε μια ιστορική ανέκδοτη φωτογραφία με το Γιώργο Σκούρτη, παρατηρούνται ευδιάκριτες οι τέσσερις διπλές χορδές, γεγονός που αποτελεί την επιβεβαίωση της μαρτυρίας του Μάρκου Βαμβακάρη για την χρήση του τετραχόρδου αρκετά πριν τη καθιέρωσή του από το Μανώλη Χιώτη.

(Ο περίφημος Γιώργος Σκούρτης ή ”τυπογράφος” με το 4χορδο του, κατασκευής Εμμανουήλ Κοπελιάδη, στην παρέα του Αδαμάντιου Γεωργιάδη.  Αθήνα ~1930) 

Για το Γιώργο Σκούρτη διηγείται ο Δημήτρης Γκόγκος ή ”Μπαγιαντέρας” στον ερευνητή Κώστα Χατζηδουλή:

«Υπήρχε και ο Ασημαρίτης, κι ο Σκούρτης ο τυπογράφος, κι άλλοι, αλλά αυτοί ήτανε μετά το Φάληρο, δηλαδή στην Αθήνα. Δεν είχανε σχέση με τον Πειραιά. Τον Ασημαρίτη δεν τον γνώρισα. Ο Σκούρτης ήταν αρχοντόμαγκας, παντρεμένος, νοικοκύρης, τυπογράφος το επάγγελμα, αγαπούσε την οικογένεια, τη γυναίκα του, δεν έφερε παιδιά στον κόσμο, ήτανε κύριος, μέχρι τα γηρατειά του βάσταγε τη γυναίκα του από το χέρι. Είχαμε πολλές επαφές, καλές σχέσεις, πήγαινα και τον έβλεπα. Έπαιζε εξαίρετο μπουζούκι ο Σκούρτης, το γούστο του ήταν περισσότερο στα καμηλιέρικα, του αρέσανε. Και για να ‘μαι ειλικρινής, άρπαζα και μερικά πράγματα από το παίξιμό του. Ακόμα και αυτό, το παίξιμό του δηλαδή, είχε να πούμε αρχοντιά και γλύκα.»

            Ο συνθέτης Γιώργος Ζαμπέτας (γεν. 1925), ο τελευταίος συνδετικός κρίκος αυτής της σχολής, μάς δίνει την εικόνα γύρω από τον άγνωστο κόσμο του μπουζουκιού της Αθήνας, των αρχών του 20ού αιώνα. Σε συνέντευξη του στον δημοσιογράφο Πάνο Γεραμάνη αναφέρει:

«Είμαι γεννημένος Δημοσθένους 27 στον Αη Γιώργη Ακαδημία Πλάτωνος, Αθήνα, περιοχή Μεταξουργείο, Βίο (σ.σ. Ανώνυμη Γενική Βιομηχανική Εταιρεία, με έδρα στο Μεταξουργείο), Βοτανικός, Βούθουλα, Κολωνός, Άγιος Κωνσταντίνος, όλα είναι ένα γύρω […] Μιλάμε για το 1925 που γεννήθηκα. Στην οδό Λένορμαν και Ναυπλίου είχε ο πατέρας μου κουρείο, πρώτα επί της Λένορμαν μετά πήγε επί της Ναυπλίου, γωνία Ναυπλίου και Λένορμαν, εγώ πιτσιρίκος από πέντε χρονών πήγαινα στο κουρείο και έβγαζα μεροκάματο֗ ξεσκόνιζα τους πελάτες και μου δίνανε το φιλοδώρημα. Μέσα στο κουρείο κρεμότανε μια κιθάρα, ένα μπουζούκι και ένα μαντολίνο, αυτά ήτανε του πατέρα μου, ο πατέρας μου έπαιζε μπουζούκι, κιθάρα και μαντολίνο όπως επίσης έπαιζε κι ο παππούς μου, ο Φραγκούλης Ζαμπέτας. Να μη στα πολυλογώ, εγώ εκεί στον Αη Γιώργη πήγαινα το πρωί πρωί στο μαγαζί, το μπουζούκι τ’ άκουγα που το έπαιζε ο πατέρας μου και ερχόντουσαν και άλλοι φίλοι και παίζανε άλλος κιθάρα, μπουζούκι֗  τότε εκείνα τα χρόνια έπαιζε μπουζούκι ένας Μανέτας, διάσημος της εποχής εκείνης, αυτοί που σου λέω τώρα ο Μανέτας και ένας άλλος Γιώργος Σκούρτης, αυτός ο Σκούρτης υπήρξε τυπογράφος της Βραδυνής, στη Βραδυνή δούλευε αυτός. Μιλάμε τώρα για πριν το 1940 […] Το 1940 μιλώ τώρα, έχω γίνει 15 χρονών, το μπουζούκι το τρώω. Αφού το τρώω το μπουζούκι και ο πατέρας μου με ακούει βαρεθήκανε, αλλά τη φάπα μου την τρώω συχνά πυκνά, το μπουζούκι δεν μ’ αφήνουν να το παίζω εκτός από το σπίτι, που στο σπίτι για να το παίζω πρέπει να λείπουν αυτοί. Γλέντια πολλά, ερχότανε ο Σκούρτης, ερχότανε ο Μανέτας, ερχότανε ο Λευτεράκης·  ένας κουτσός που ’παιζε κιθάρα, ένα παιδάκι Αχιλλέας ερχότανε, αυτός έπαιζε κιθάρα στο Δάσος μαζί με το Χιώτη, ερχόντανε εκεί και παίζανε με το πατέρα μου, παίζανε ευρωπαϊκά τραγούδια, κερκυραϊκά , κεφαλλονίτικα, παλιές καντάδες όπως π.χ «Αν παρήλθον οι χρόνοι», πολλά βαλς του Στράους και πού και πού πετάγανε και κανά ζεϊμπέκικο, αλλά το ζεϊμπέκικο το ‘χανε σε δεύτερη μοίρα, διότι τα τραγούδια αυτά της εποχής εκείνης, ήτανε τσαμπουκαλεμένα και ήταν απαγορευμένα, διότι μιλάγανε για φόνους, για μαχαιρώματα, για πρέζες και για χασίσ(ι)α και εδιώκετο και τα τραγούδια όπως επίσης ’διώκετο και το μπουζούκι, αμα σε βλέπανε με μπουζούκι λέγανε εγκληματίας είναι αυτός σκοτώστε τον στα ίσα…Ο Μανέτας ήταν μορφή της Αθήνας στο μπουζούκι και ο Σκούρτης ήταν δημοσιογράφος της Βραδυνής, αυτοί ερχόντουσαν κάτω στον πατέρα μου και παίζανε μαζί, 5-6 μπουζούκια μαζί. Εκεί γνώρισα και τον Ανέστη που έπαιζε μπουζούκι, με τον τροχό. Περνούσε με τον τροχό άφηνε τον τροχό και έπιανε το μπουζούκι και τον γουστάριζε ο πατέρας μου. Ο Ανέστης ήταν τσιγγάνος

Η τελευταία αναφορά υποδεικνύει το διαχωρισμό του «ευρωπαϊκού ύφους» παιξίματος αυτής της σχολής από εκείνη της παράδοσης του ταμπουρά. Ο μπουζουξής Φραγκίσκος Ζουριδάκης, ένας από τους εκπροσώπους της Αθηναϊκής σχολής, σε ιδιωτική ηχογράφηση των αρχών της δεκαετίας του ’80 περιλαμβάνει μια εκτέλεση της γνωστής Σερενάτας του Franz Shubert. Σ’ αυτές τις ηχογραφήσεις παρατηρούμε την εκτέλεση της μελωδίας στην περιοχή της μπάσας χορδής, στοιχείο επιρροής από τη σχολή του μαντολίνου.

            O Γιώργος Ζαμπέτας αναφέρεται και στο κούρδισμα του τετράχορδου μπουζουκιού εκείνης της εποχής σε διάταξη: ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ-ΛΑ. Το συγκεκριμένο κούρδισμα  υπήρξε παρεμφερές του «ιταλικού» ή «ευρωπαϊκού», ονομασία την οποία πιθανόν απέκτησε λόγω της χρήσης του από την «Αθηναϊκή σχολή». Το συμμετρικό κούρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ-ΛΑ επιτρέπει ανταποκρίσεις μεταξύ των ζευγών Ρε-Λα, (μπάσων και πρίμων χορδών), τη χρήση ως ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ με  τη μπάσα χορδή (Λα μπουργάνα), ως βοηθητική στα ταξίμια και τις συγχορδίες, αλλά και ως «ταμπουραδίστικο» κούρδισμα ΛΑ-ΡΕ-ΛΑ, έχοντας ως βοηθητική την Ρε χορδή (καντίνι). Χαρακτηριστικό ακρόαμα που αποδεικνύει την παραπάνω παρατήρηση, ακούγεται στην πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού στην Ελλάδα (Δεκέμβριος 1931), Τα δίστιχα του μάγκα (1931), με το Θανάση Μανέτα,  όπου η μελωδία της δεύτερης εισαγωγής εκτελείτε στις μπουργάνες (μπάσες) χορδές και όχι στα καντίνια (πρίμα).

Ένα μοναδικής τέχνης σπάνιο αυθεντικό τετράχορδο μπουζούκι, κατασκευής Εμμανουήλ Κοπελιάδη, διασώζεται σε άριστη  κατάσταση μαζί με όλα τα πρωτότυπα του μέρη, όπως τον καβαλάρη και φέρει τα εξής κατασκευαστικά χαρακτηριστικά: μεγάλο σκάφος μαντόλας από ξύλο μαόνι, επένδυση του χεριού με μαόνι, φαρδιά ταστιέρα, έντονη τσάκιση του καπακιού που παραπέμπει στην τεχνοτροπία του μαντολίνου, καβαλάρης με τάστο για τέσσερις διπλές χορδές εκ των οποίων οι δύο περιτυλιγμένες και κλίμακα στα 67 εκατοστά. Λόγω του τρόπους κατασκευής του συγκεκριμένου οργάνου διαπιστώνουμε πως το  «ανοιχτό παίξιμο» σε ένα όργανο τέτοιου είδους δεν ήταν τεχνικά ιδιαιτέρως «βατό». Η λογική κατασκευής του ήταν κυρίως για τις αρμονίες και τα μονοφωνικά περάσματα στα καντίνια με ισοκράτες στις μπουργάνες.

Ο Μανώλης Κοπελιάδης (Υδρα 1852 – Αθήνα 1934) συνδέθηκε με την κατασκευή του τετράχορδου μπουζουκιού περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ομότεχνο της εποχής του, ενώ μπουζούκια 4χορδα κατασκεύασαν και οι οργανοποιοί Ιωάννης Γομπάκης (Αθήνα) και Χ. Κανελλίδης (Μεταξουργείο). Με μπουζούκια κατασκευής του έπαιξαν οι Μανέτας, Σκούρτης, Γεωργιάδης, Ζαμπέτας κ.ά.

 Για το τετράχορδο μπουζούκι ο οργανοποιός Μιχάλης Μουντάκης αναφέρει μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία που υποδεικνύει την προπολεμική χρήση του τετράχορδου μπουζουκιού και στην περιοχή του Πειραιά:

«Ο Θόδωρος Μουντάκης συζητώντας με το Γεώργιο Παναγή, στη δεκαετία του 1980, και μπροστά και εγώ, θυμάμαι να λέει ο κυρ Γιώργης στον πατέρα μου, πως έλεγε στο Χιώτη να μην φτιάξει τετράχορδο, γιατί έφτιαχνε και ο πατέρας του ο Πανηγύρης (απεβ. ~1940) τετράχορδα και ήταν σκέτη αποτυχία, δεν έπαιζαν∙ αλλά τελικά, είδες που ο Χιώτης το έφτιαξε και βγήκε και καλό και μάς έδωσε και ψωμί, από εδώ και πέρα και φτιάχνουμε και πολλά τετράχορδα και κινήθηκε η δουλειά και βγάλαμε και εμείς χρήματα.»

ΠΗΓΕΣ

“και η βρόχα έπιπτε … στρέιτ θρου”, Γιώργος Ζαμπέτας: βίος και πολιτεία, Κλειάσιου Ιωάννα, Εκδόσεις Ντέφι, Αθήνα, 1997

Διονύσης Μανιάτης, Βασίλης Τσιτσάνης ο ατελείωτος, Εκδόσεις Πιτσιλός Αθήνα 1994.
www. rembetiko.gr

Τάκης Μπίνης, Βίος ρεμπέτικος: “μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ”, Κλειασίου Ιωάννα, Εκδόσεις Ντέφι, Αθήνα 2004

Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, Αγγελική Βέλλου – Kail, Εκδόσεις Παπαζήση
Αθήνα, 1978

Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1979

Πέτρος Κ. Μουστάκας, Το «τρίχορδο» και το «τετράχορδο» αρµάτωµα των µπουζουκιών
του Αναστάσιου Σταθόπουλου στις αρχές του 20ου αιώνα, Διαδικτυακό περιοδικό TaR, ∆εκέµβριος 2019

https://rembetiko.gr/

2 thoughts on “Το Τετράχορδο Μπουζούκι κατά την Προπολεμική περίοδο

  1. Σταύρος Α. says:

    Ευχαριστούμε για το άκρως ενδιαφέρον και διαφωτιστικό, αλλά κυρίως εμπεριστατωμένο, άρθρο.

    Συγχαρητήρια για την καταπληκτική δουλειά σου και τη γνώση που ζωντανεύεις και αναδεικνύεις!

    Απάντηση
  2. Νίκος Πολίτης says:

    Μπράβο στον Σταύρο για το πράγματι πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο άρθρο του!

    Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Scroll Up