Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ

O Γιοβάν Τσαούς με το ταμπουρομπούζουκο του. Δίπλα του ο νταής και στιχουργός ρεμπέτικων τραγουδιών Νίκος Μάθεσης.
Πειραιάς, πλατεία Καραϊσκάκη, 1933-1936.

Γράφει ο οργανοποιός Μιχάλης Μουντάκης

Στις 28/7/2011  με τον φίλο μου Σταύρο Κουρούση, σε ένα ταξίδι μας στο Λουτράκι Κορινθίας, συναντήσαμε τον κο Κωνσταντίνο Γούτη, ανιψιό του περίφημου μουσικού Γιάννη Εϊτζιρίδη (1893 – 1942), γνωστού ως «Γιοβάν Τσαούς». Ο κος Κώστας μάς φιλοξένησε στο σπίτι του κι έτσι μπορέσαμε να δούμε, να αγγίξουμε, να παίξουμε και, στη συνέχεια, να παρατηρήσουμε  τη δομική κατάσταση, τον ήχο, την καλλιτεχνική υπόσταση και την εξελικτική πορεία των μουσικών οργάνων του προγόνου του.

ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Είναι κατασκευή του Κυριάκου Πεσματζόγλου-Λαζαρίδη,  οργανοποιού με πλούσια δράση από το 1922 έως την δεκαετία του 1980, με εξειδίκευση στα λαϊκά μουσικά όργανα της εποχής και πελάτες γνωστούς και άγνωστους οργανοπαίχτες, οι οποίοι προτιμούσαν τις κατασκευές του για την ιδιαίτερη ταυτότητα που έδινε. Το χέρι του έβαζε ανεξίτηλη σφραγίδα στις κατασκευές του, είχαν αρμονική και λογική αναλογία, επιλογή καλής και σωστής ξυλείας, βολική χρήση στα χέρια των παιχτών, ιδιαίτερο ήχο και καλή αντοχή και εξέλιξη στη διάρκεια του χρόνου. Προσωπικά,  αυτό που με ενδιέφερε ως κατασκευαστή είναι ο τρόπος που χειρίζεται ο μάστορας τα διαφορετικά κομμάτια ξυλείας που διαθέτει και η τεχνική που χρησιμοποιεί προκει- μένου να ικανοποιήσει ένα δύσκολο και απαιτητικό πελάτη όπως ήταν ο  Γιοβάν Τσαούς∙ επίσης, κατά πόσο είναι πετυχημένο το τελικό αποτέλεσμα για την τότε εποχή και αν μπορούν τα όργανα αυτά να σταθούν, να χρησιμοποιηθούν και να καλύψουν ανάγκες της σημερινής εποχής για αναπαραγωγή ή ακόμη και για δημιουργία νέων μουσικών ακουσμάτων.  Με λίγα λόγια, προσπαθώ να μπω για λίγο στο μυαλό του μάστορα και να κλέψω λίγα από τα αισθήματά του και τις τεχνικές του κατά τη διάρκεια αυτών των δύο κατασκευών. Γι’ αυτό οι διαστάσεις και οι μετρήσεις μπορεί να έχουν μικρές αποκλίσεις από τις πραγματικές, καθώς πραγματοποιήθηκαν στον φυσικό χώρο των οργάνων και όχι στο εργαστήριό μου.

Ο οργανοποιός Κυριάκος Πεσματζόγλου ή Λαζαρίδης, στο εργαστήριο του στον Περισσό. Αρχές της δεκαετίας του ’80.

ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ

Οι δύο θήκες των οργάνων μού δημιούργησαν την εντύπωση ότι έκρυβαν κάτι πολύτιμο. Μόλις άνοιξαν, τα μάτια δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν: ένα μικρό όργανο (ταμπου- ράς) στο μέγεθος του σημερινού τζουρά, αχλαδόσχημο,  με χέρι αρκετά μεστό στο φάρ- δος και στο πλάτος, με χειροποίητα κλειδιά με ανάποδη κωνική διάταξη, ζεστά φυσικά χρώματα και πολύ παλιές χορδές που, μόλις κουρδίστηκαν, έπαιξαν.

Το άλλο όργανο ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό: Στο μέγεθος του σημερινού μπουζου- κιού, παρόμοιας δομικής αντίληψης με το πρώτο, σκάφος αχλαδόσχημο  σε καλούπι ταμπουροειδές  με έντονες γωνιώσεις και τέλειες εφαρμογές στις ντόγες και σωστά το- ποθετημένες διακοσμήσεις χωρίς περιττά στοιχεία (καλλιτεχνική δημιουργία χωρίς περιττή τέχνη). Το χέρι, αρκετά μεστό, δημιουργεί την αίσθηση ότι έχει δημιουργηθεί  στο καλούπι πριν από την κατασκευή του σκάφους, γι’ αυτό αποτελεί φυσική συνέχειά του. Σε αυτή την αρμονική γραμμή βοηθάει ένα δεύτερο σκάφος, που έχει επενδυθεί γύρω από το χέρι και κατά το μάκρος του έως το καράολο (κεφαλή) του οργάνου, το οποίο προεκτείνεται χωρίς γωνία και χωρίς διαφοροποίηση στο φάρδος και στο πάχος του χεριού. Στο καράολο είναι καρφωμένα χειροποίητα κλειδιά, που λειτουργούν πολύ καλά, από σκληρό ξύλο και τελειώματα από κόκαλο.

Η ταστιέρα του ταμπουρά είναι αρκετά πρωτότυπη και ίσως χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη από τους μουσικούς ερευνητές του μέλλοντος. Είναι κατασκευασμένη από έβενο και επενδυμένη στα πλάγια με φιλέτο, που δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι φυσική συνέχεια του καπακιού. Στην πραγματικότητα, είναι κατά έξι χιλιοστά περίπου πιο ψηλά από το καπάκι (σαν μπουζούκι) και φοράει καρφωτά τάστα. Έχει 22 θέσεις στα 2/3 της ωφέλιμης κλίμακας, μοιρασμένες σε τόνους και κόμματα. Το μικρότερο όργανο έχει ακριβώς τα ίδια κατασκευαστικά δεδομένα και μοιάζει να είναι παλαιότερο από το μεγάλο (το οποίο έχει έτος κατασκευής 1936), είναι πιο δωρικό στη διακόσμησή του, αλλά ανήκει στην ίδια δεξιοτεχνική κατασκευαστική γραμμή. Κρατάει ατόφια όλα τα τάστα και είναι αρκετά ευκολόπαιχτο, η τάση της χορδής είναι πιο μαλακή λόγω μάκρους της ωφέλιμης κλίμακας και ο ήχος του είναι πολύ ιδιαίτερος. Το μοίρασμα της κλίμακας με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα των οργάνων μάς δίνουν το τελικό αποτέλεσμα που γνωρίζουμε από τις ηχογραφήσεις.

ΣΚΑΦΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΜΠΟΥΡΑ

Οι διαστάσεις του σκάφους είναι κατά μάκρος 26,5cm,  κατά φάρδος 16cm και κατά βάθος 15cm, ενώ το συνολικό μάκρος του οργάνου είναι 81cm. Έχει κατασκευαστεί από ξύλο μαόνι και κελεμπέκι, στις ενώσεις των ντογών υπάρχει ενδιάμεσο διαχωριστικό ξύλινο φιλέτο, ενώ στην ένωση  του χεριού με το σκάφος υπάρχει προστατευτικό κάλυμμα των ντογών σε σχήμα καρδιάς. Η εξέλιξη της κατασκευής θεωρείται ομαλή χωρίς μεγάλες γωνιώσεις (είναι πιο στρογγυλό από το μεγάλο όργανο). Βλέποντάς το περιμετρικά, η αίσθηση του σχήματός του είναι ταμπουράς αχλαδόσχημος σε μικρό μέγεθος (περίπου τζουρά). Το σκάφος αποτελείται απο 19 ντόγες.

ΚΑΠΑΚΙ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

Το καπάκι είναι κατασκευασμένο από ξύλο κωνοφόρου δέντρου. Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για ρουμάνικο έλατο που χρησιμοποιούσαν οι οργανοποιοί εκείνη την εποχή για διάφορες κατασκευές και το τοποθετούσαν στα καπάκια και τα καμάρια των μουσικών οργάνων (έλατο της ποικιλίας ερυθρελάτη). Η τρύπα του οργάνου έχει περίμετρο 2,7cm  μαζί με το κέντημα. Στην εξωτερική περίμετρο της τρύπας είναι τοποθετημένα τρυγονάκια ανάμεσα στα περιμετρικά φιλέτα, ενώ στη ροζέτα υπάρχει ένα πολύ όμορφο εξάφυλλο κέντημα, το οποίο θεωρείται κλασικό σχέδιο για μουσικά όργανα. Κάτω από την τρύπα υπήρχε προστατευτικό διάκοσμο (με θέμα πουλάκι με ανοιχτά φτερά). Στα τελειώματα του καπακιού, στο σημείο που πατούν οι κολλήσεις  με το σκάφος,  υπάρχει  φιλέτο σχηματισμένο από τρίγωνα κριτίκια σε λευκό και σκούρο υλικό, ενώ όλο το καπάκι πατάει σε καμάρια με μέτρια κλίση (σ.σ. δεν μπόρεσα να το ερευνήσω εσωτερικά). Ο καβαλάρης του πατάει στα 2/3 του μήκους του και πίσω από αυτόν υπάρχει τσάκιση (διαχωριστήρας συχνοτήτων) μέτρια σε κλίση που, εκτός από τον χαρακτήρα του ήχου, αυξάνει και τη γωνία πίεσης των χορδών πάνω στο καπάκι. Ο καβαλάρης είναι εξ ολοκλήρου  ξύλινος και μικρότερος από 8cm∙ στο σημείο όπου εφάπτεται με το καπάκι έχουν δημιουργηθεί  τρία ποδαράκια, κάτι που συνηθίζεται στους ταμπουράδες. Το καπάκι κατασκευαστικά θυμίζει καπάκι μαντολίνου ή προπολεμικού μπουζουκιού και όχι καπάκι ταμπουρά.

ΧΕΡΙ ΜΙΚΡΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

Η ωφέλιμη κλίμακα του οργάνου είναι 52cm. Tο μεγαλύτερο πλάτος της ταστιέρας είναι 3,8cm, στο μέσο της ωφέλιμης κλίμακας είναι 3,3cm, ενώ μπροστά από το προ- σκεφάλι 2,6cm∙ στο πάχος είναι 4cm στην ένωσή του με το σκάφος, 3,7cm στο μέσο της κλίμακας και 2,55cm στο προσκεφάλι. Το μάκρος του καράολου είναι 17cm και έχει τρία κλειδιά στο πρόσωπο και άλλα τρία στο πλάι από σκληρό ξύλο και κόκαλο. Πίσω από το προσκεφάλι υπάρχει δεσμός που καθηλώνει τις χορδές πατημένες πάνω στο προ- σκεφάλι.

ΣΚΑΦΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΤΑΜΠΟΥΡΑ

Οι διαστάσεις του μεγάλου σκάφους είναι: στο μάκρος 40cm, στο φάρδος 23,5cm και στο βάθος 20cm. To συνολικό μάκρος του οργάνου είναι 100cm (1 μέτρο). Είναι κα-τασκευασμένο από μουριά, πιθανώς ανοιχτού χρώματος που έχει σκουρύνει από τον χρόνο.

Στις ενώσεις των ντογών υπάρχουν τριπλά διαχωριστικά φιλέτα: το μεσαίο κομμάτι του φιλέτου είναι κελεμπέκι ανάμεσα σε δύο φιλέτα σκούρας καρυδιάς. Στην ένωση του σκάφους με το χέρι υπάρχει διακοσμητικό χώρισμα από ψαθωτό φιλέτο και καρδούλα από μείγμα ζωικής κόλλας και σκόνης ξύλου (εβένου). Η κεντρική ντόγα είναι έντονα πλανισμένη στις άκρες της, ενώ το ίδιο πλάνισμα έχουν και τα δύο πρώτα ζευγάρια ντογών, αριστερά και δεξιά της κεντρική ντόγας. Οι υπόλοιπες είναι λιγότερο πλανισμένες, με αποτέλεσμα την ομαλή συνέχεια του σκάφους. Αυτό δημιουργεί, πέρα από βάθος στο ηχείο, και μία κεντρική καρίνα που αυξάνει την αντοχή του σκάφους και το πάτημά του πάνω στο πόδι του παίχτη.

Ο μάστορας έχει χρησιμοποιήσει 21 ντόγες και στενά πλαϊνά, η κολάτζα είναι από μαόνι και στα τελειώματά της δημιουργεί κεφάλι από δύο πουλιά. Στο κέντρο της κολάτζας εμφανίζονται οι ουρές των πουλιών και τα παραπέτια σχηματίζουν τη συνέχεια των φτερών τους. Είναι  αχλαδόσχημο  και η αίσθηση αυτή παραμένει κι όταν το κοιτάμε περιμετρικά.

Κατασκευαστικά, εκτός από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σκάφος ενός ταμπουρά, κρατάει και στοιχεία ενός παλαιού οργάνου που λεγόταν γόνατο και είχε συνήθως κα- ρίνα (γιατί δημιουργεί γωνία, όπως σε ένα καράβι) στο πίσω μέρος του (το γόνατο λέ- γεται έτσι, γιατί ο μάστορας χρησιμοποιούσε το γόνατό του για καλούπι ή στερέωνε το σκαμμένο ξύλο στο γόνατο, ώστε να μπορεί να το επεξεργαστεί).

ΚΑΠΑΚΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

Είναι κατασκευασμένο από την ίδια ξυλεία. Η τρύπα έχει άνοιγμα 5cm και βρίσκεται στο 1/3 του μάκρους του καπακιού. Υπάρχουν άλλες δύο τρύπες ανάμεσα στην κεντρική τρύπα και τον καβαλάρη, οι οποίες έχουν απόσταση μεταξύ τους 10cm και είναι εικο- νικές (ατρύπητες, ψεύτικες), δημιουργώντας διακοσμητικό στοιχείο ή πιθανή αναμονή. Ανάμεσά τους υπήρχε διακοσμητική φιγούρα αρχαίας λύρας που σήμερα λείπει, στις πλαϊνές άκρες του καπακιού υπάρχει συμπλήρωμα από σκληρότερο ξύλο (συνηθισμένη τεχνική στους ταμπουράδες),  αλλά και εξωτερικό μονοκόμματο φιλέτο (συνηθισμένο σύστημα στα πιο σύγχρονα όργανα). Το καπάκι πατάει σε τρία βασικά καμάρια, σε θέσεις παρόμοιες με αυτές του μπουζουκιού. Υπάρχει και ένα τέταρτο βοηθητικό καμάρι στη θέση του τάκου για το χέρι. Η καμάρα είναι μέτρια και η γωνία πίεσης πίσω από τον καβαλάρη είναι μεγαλύτερη από αυτήν στον μικρό ταμπουρά∙ θυμίζει έντονα κατασκευή μαντόλας Ντο ή προπολεμικού μπουζουκιού. Ο καβαλάρης είναι κατασκευασμένος από έβενο και κόκαλο στα σημεία που πατάνε οι χορδές και έχει ύψος 1,2cm (στο σχήμα μοιάζει με μπουζουκιού).  Έχει τρεις ομάδες χορδών: Η πρώτη ομάδα αποτελείται από δύο τέλια και μία περιτυλιγμένη, η δεύτερη έχει ένα ζεύγος από τέλια λίγο χοντρότερα, ενώ η τρίτη είναι ίδια με την πρώτη ομάδα, αλλά με χοντρότερη περιτυλιγμένη χορδή.

ΧΕΡΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

Το χέρι αποτελεί φυσική συνέχεια του σκάφους και είναι εσωτερικά κούφιο και επενδυμένο με την ίδια ξυλεία του σκάφους (πιθανώς  να ισχύει το ίδιο και για το μικρό όργανο). Το συγκεκριμένο όργανο έχει ωφέλιμη κλίμακα 64,4cm.  Το μεγαλύτερο πλάτος της ταστιέρας είναι 4,7cm,  ενώ στο μέσο της ωφέλιμης κλίμακας είναι 4,15cm,  και στο προσκεφάλι το πλάτος είναι 3,1cm. Πίσω από το προσκεφάλι υπάρχει δεσμός που κρα- τάει τις χορδές καθηλωμένες πάνω στο προσκεφάλι (συνηθισμένο  σύστημα για ταμπουράδες). Το μάκρος του καράολου είναι 22cm κι  έχει  οχτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο και κόκαλο. Το πάχος του χεριού είναι 4,4cm στη ρίζα με το σκάφος και φτάνει στα 2,7cm στο πάνω μέρος του οργάνου. Αξίζει να σημειωθεί  ότι από τη συγκεκριμένη ταστιέρα λείπουν τα τάστα που χρησιμοποιούσε συμπληρωματικά ο παίχτης. Δηλαδή, το όργανο έχει χρησιμοποιηθεί για παίξιμο με τόνους και ημιτόνια.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΛΙΜΑΚΑΣ

Θεωρώ ότι οι αποστάσεις των τάστων έχουν γίνει εμπειρικά με το αυτί σαν όργανο το- ποθέτησης των φθόγγων. Δεν αποκλείω να μπορέσουμε στο μέλλον να τεκμηριώσουμε και μαθηματικά τις αποστάσεις αυτές. Σίγουρα  υπάρχουν διαφορές στα δύο όργανα, αλλά η λογική εξέλιξη της κλίμακας είναι παρόμοια.  Θα ήταν σωστό και για τα δύο όρ- γανα να συντηρηθούν και να επισκευαστούν (κολλήματα,  συμπληρώματα  στα τάστα, χορδές, μικρές ρυθμίσεις, τοπικό βερνίκι γομολάκας κ.ά.) και μετά να μελετηθούν μου- σικολογικά, για να γνωρίζουμε στο μέλλον αν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε  τις κλί- μακες αυτές. Προσπαθώντας  να κάνω μία προσέγγιση της κλίμακας αυτής, με κάθε επιφύλαξη, παρατηρώ ότι χωρίζει την οκτάβα ως εξής: Πρώτος  τόνος στα 8/9, χωρι- σμένος σε τρία ανόμοια κομμάτια∙ ακολουθεί ημιτόνιο 27/32 χωρίς ενδιάμεσα χωρί- σματα∙ ο επόμενος τόνος είναι στα 3/4 πάλι χωρισμένος σε τρία ανόμοια κομμάτια∙ στη συνέχεια, έχουμε τόνο στα 2/3 ομοίως χωρισμένο με τους άλλους τόνους∙ ακολουθεί ένα ημιτόνιο στα 486/768 και, στη συνέχεια, ο τόνος των 9/16 και ο τόνος του 1/2.

Ο τελευταίος τόνος είναι χωρισμένος σε δύο κομμάτια στο μέγεθος ημιτονίων. Σημειώνεται ακόμη ότι το μεγαλύτερο όργανο ακολουθεί την ίδια διαδικασία χωρίσματος και στον πρώτο τόνο της δεύτερης οκτάβας, σε αντίθεση με το μικρότερο όργανο, που από τη δεύτερη οκτάβα έως το τέλος της ταστιέρας ακολουθεί κλίμακα τόνου των ημιτονίων. Αν επιχειρούσαμε σήμερα να φτιάξουμε στα 72 τμήματα μία τέτοια κλίμακα, οι αναλογίες θα ήταν:

243/2565,5 τμήματα7/1037,5 τμήματα
14/157,5 τμήματα2/342 τμήματα, τόνος
8/912 τμήματα, τόνος      486/76848 τμήματα, ημιτόνιο
27/3218 τμήματα, ημιτόνιο28/4550 τμήματα
112/13520 τμήματα16/2754 τμήματα
64/81 24 τμήματα9/1660 τμήματα, τόνος
3/4 30 τμήματα, τόνος      2187/4096  65,5 τμήματα
729/102435,5 τμήματα1/272 τμήματα, τόνος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Scroll Up