Από τον φωνοαυτογράφο στο γραμμόφωνο και από εκεί στα βινύλια και τη δεύτερη ζωή τους, οι δίσκοι είναι το μέσο με το οποίο μάθαμε να ακούμε τη μουσική και να απολαμβάνουμε την ακρόαση ως ιεροτελεστία.
Το 1857 ο Γάλλος εφευρέτης Édouard-Léon Scott de Martinville κατοχύρωσε την πατέντα για τον φωνοαυτογράφο. Ήταν μια συσκευή που αποτελούταν από ένα χωνί μέσα από το οποίο περνούσαν τα ηχητικά κύματα, για να καταγραφούν με μια γουρουνότριχα πάνω σε έναν γυάλινο κύλινδρο. Η πρώτη σελίδα της ηχητικής επανάστασης μόλις είχε γραφτεί: πλέον ο ήχος μπορούσε να καταγραφεί και να βγει εκτός του φυσικού του χώρου, κάτι που θα άλλαζε άρδην τον τρόπο που θα αντιλαμβανόμασταν τα όριά του αλλά και τη μουσική.
Η πρώτη γνωστή ηχογράφηση τραγουδιού από ανθρώπινη φωνή που διασώζεται προέρχεται από τον ίδιο τον πατέρα του φωνοαυτογράφου, χρονολογείται το 1860 και σε αυτήν τραγουδάει το γνωστό παιδικό τραγούδι «Clair de la lune». Βέβαια, ο φωνοαυτογράφος ήταν απλώς μια συσκευή που ηχογραφούσε και δεν αναπαρήγαγε μουσική. Για την αναπαραγωγή θα χρειαζόταν να περάσουν μερικά χρόνια ακόμα, μέχρι να αναλάβει ο Thomas Edison. O Αμερικανός εφευρέτης λάνσαρε, λοιπόν, το 1877 τον φωνογράφο, ο οποίος μπορούσε όχι μόνο να ηχογραφήσει τον ήχο αλλά και να τον αναπαραγάγει, όπως καταγραφόταν στους χαραγμένους κυλίνδρους της συσκευής.
Το επόμενο βήμα σε αυτό το ταξίδι του ήχου ήταν που βιομηχανοποίησε και διέδωσε παντού την ηχογραφημένη μουσική. Ο Emile Berliner, ως απάντηση στον φωνογράφο, δημιούργησε το γνωστό σε όλους μας γραμμόφωνο. Ένα ξύλινο κουτί, ένα χωνί, μια μανιβέλα, μια βελόνα και οι πρώτοι δίσκοι από shellac ήταν γεγονός. Με αυλάκια χαραγμένα και στις δύο πλευρές, οι 10ιντσοι δίσκοι, κάνοντας 78 στροφές το λεπτό, άφηναν τη βελόνα να περνάει στα χαραγμένα αυλάκια για την ηχητική αναπαραγωγή.
Σε αυτό το στάδιο η μουσική και ο ήχος μπορούσαν να καταγραφούν σε ένα αντικείμενο φορητό, που κάποιος μπορούσε να μεταφέρει εύκολα, να δανειστεί, να ακούσει με τους φίλους του. Έτσι η ακρόαση άρχισε να γίνεται όχι απλώς προσωπική υπόθεση αλλά και να επιτρέπει μια κοινωνική ζύμωση. Κάθε σπίτι με γραμμόφωνο μετατρεπόταν σε έναν μικρό σταθμό άπειρων πιθανών ακροάσεων ανάλογα με το μέγεθος της δισκοθήκης του ιδιοκτήτη του.
Το βινύλιο μετατράπηκε σε αντικείμενο του πόθου ταγμένων συλλεκτών που
εδώ και δεκαετίες ζουν και αναπνέουν για τη δισκοθήκη τους, κυνηγώντας
σπάνιες και ειδικές εκδόσεις. Τα «78άρια», όπως λέγονται ανάμεσα στους μουσικόφιλους, οι δίσκοι
γραμμοφώνου, γνώρισαν μεγάλη δημοτικότητα τις πρώτες δεκαετίες του
εικοστού αιώνα. Όλα αυτά μέχρι το 1948, οπότε ο Peter Goldmark σύστησε
στον κόσμο τον πρώτο δίσκο βινυλίου. Το LP (Long Play) ήταν ένας δίσκος
πιο λεπτός και ελαφρύς από τον δίσκο γραμμοφώνου, αν και 2 ίντσες
μεγαλύτερος, και κάθε πλευρά του διαρκεί περίπου 20 λεπτά.
Η ποπ κουλτούρα μόλις είχε αποκτήσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και δημοφιλή της αντικείμενα: το βινύλιο. Ο τρόπος με τον οποίο δομούνταν οι δίσκοι, ο τρόπος με τον οποίο οι νέοι άκουγαν και μοιράζονταν τη μουσική που αγαπούσαν, όλα γύριζαν σε 33 1/3 στροφές, πάνω σε ένα πικάπ. Χέρι-χέρι με το LP πήγαιναν και τα 45άρια singles, μικρά δισκάκια με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά τους — αυτά που πρωταγωνιστούσαν και στις τζαμαρίες των τζουκμπόξ (κυρίως) τη δεκαετία του ’50, περιμένοντας το 50αράκι που θα τα έκανε να ακουστούν.
Το βινύλιο μετατράπηκε σε αντικείμενο του πόθου ταγμένων συλλεκτών που εδώ και δεκαετίες ζουν και αναπνέουν για τη δισκοθήκη τους, κυνηγώντας σπάνιες και ειδικές εκδόσεις. Φυσικά, ήταν ένα αντικείμενο που από την εμφάνισή του και για δεκαετίες αποτέλεσε τον βασιλιά της ηχογραφημένης μουσικής, ακόμα και αν δεν είχε την κασέτα να το ανταγωνίζεται. Οι δίσκοι μπήκαν στα ράφια κάθε σπιτιού και DJ booth (εκεί, μαζί και με τα 12ιντσα singles, ήταν συνδεδεμένα με την dance κουλτούρα), μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 περίπου.
Τότε ήταν η εποχή που το CD γνώρισε τεράστια έκρηξη για σχεδόν δύο δεκαετίες, παραγκωνίζοντας αρκετά το βινύλιο, αν και πρωτοεμφανίστηκε το 1982. Τα άλμπουμ έγιναν πλέον λίγο μεγαλύτερα από τη χούφτα μας και μπήκαν στο αμάξι, μαζί με τα ακουστικά του walkman μας. To CD με τη σειρά του έδωσε τη σκυτάλη στο ψηφιακό mp3 και ολόκληρες δισκοθήκες χωρούσαν πλέον άυλα σε μια τσέπη.
Όμως το βινύλιο, όλο αυτό το διάστημα, παρακολουθούσε χωρίς άγχος από μια γωνία. Και έκανε το comeback του πιο δυναμικά απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς. Τα τελευταία χρόνια, ακόμα και με την τεράστια έκρηξη του streaming, καταγράφει εντυπωσιακές πωλήσεις. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, οι πωλήσεις βινυλίου το 2021 στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 94%, κάνοντας τζίρο 476 εκατομμυρίων δολαρίων. Πρόσφατα ακούσαμε πως το βινύλιο σημείωσε παγκόσμια έλλειψη λόγω της τεράστιας παραγωγής δίσκων του νέου άλμπουμ της Adele, του «30».
Τι έχουν να μας πουν όλα αυτά; Μα, φυσικά, πως το βινύλιο είναι εδώ και θριαμβεύει. Είναι το μέσο για να μετατρέψουμε την ακρόαση σε τελετουργία. Πιάνουμε στα χέρια μας έναν δίσκο, τον βγάζουμε, τον καθαρίζουμε, τον βάζουμε πάνω στο πικάπ και τοποθετούμε τη βελόνα στα αυλάκια του. Η μουσική αρχίζει να παίζει με ένα βάθος ήχου που κανένα άλλο μέσο αναπαραγωγής μουσικής δεν έχει καταφέρει να αγγίξει ως τώρα. Κι ύστερα αλλάζουμε πλευρά και επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία.