Νέα στοιχεία για την πρώτη ιστορική ηχογράφηση του μπουζουκιού στην δισκογραφία Ελλάδος.
Γράφει ο Σταύρος Κουρούσης
Από το 1926 έως το 1929 οι ηχογραφήσεις των αδέσποτων ρεμπέτικων τραγουδιών στην Ελλάδα πραγματοποιούνταν από Μικρασιάτικες ορχήστρες ֗ όσον αφορά στα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα, με την παρέμβαση του Σπύρου Περιστέρη ξεκίνησε αρχικά η χρήση της μαντόλας και στη συνέχεια της κιθάρας αντικαθιστώντας το απαγορευμένο από τη δισκογραφία μπουζούκι. Στην αρχή της έρευνας γύρω από τη δισκογραφία, οι πρώτες ηχογραφήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη θεωρήθηκαν (όχι άδικα) ως οι πρώτες που πραγματοποιήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο. Όμως, επιβεβαιωμένα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και θα αναφερθούν στη συνέχεια στοιχειοθετούν την άποψη πως προηγήθηκαν του Βαμβακάρη ο μπουζουξής Θανάσης Μανέτας και πιθανότατα και ο Γιώργος Μπάτης στου οποίου τις πρώτες ηχογραφήσεις (Σού ‘χει λάχει και Μπάτης ο Ντερβίσης) μαρτυρείται η συμμετοχή άγνωστου μπουζουξή.
Οι ηχογραφήσεις του Γιώργου Μπάτη πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου και Νοέμβριου του 1932 για λογαριασμό της εταιρείας «Columbia», με στοιχεία δίσκου: DG- 283, αρ. μήτρας:WG- 432 και WG- 433. Η ημερομηνία ηχογράφησης επιβεβαιώνεται από την καρτέλα της ηχογράφησης του τραγουδιού Μ’ ένα σου γλυκό φιλί του χαβαγίστα Αρίσταρχου Δημητρίου, που φέρει αριθμό μήτρας WG- 454 και που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1932.
Οι πρώτες ηχογραφήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη με το τραγούδι Καραντουζένι και το οργανικό Αράπ έγιναν για λογαριασμό της εταιρείας «Parlophon» και πραγματοποιήθηκαν πιθανότατα το Δεκέμβριο του 1932. Διαφημίστηκαν για πρώτη φορά στον κατάλογο της εταιρείας, τον Ιανουάριο του 1933, στην κατηγορία «Λαϊκά-Ρεμπέτικα».
Πρέπει να επισημάνουμε πως ο αριθμός μήτρας των δίσκων γραμμοφώνου αποτελεί πάντοτε το στοιχείο που καθορίζει, ως χρονολογικά αύξων αριθμός, τη σειρά με την οποία πραγματοποιούνταν οι ηχογραφήσεις. Αντίθετα, ο αριθμός κυκλοφορίας δίσκου είχε να κάνει καθαρά με την αρίθμηση των δίσκων στους καταλόγους των εταιρειών. Αυτό σήμαινε – επιβεβαιωμένο σε αρκετές περιπτώσεις – πως ένας δίσκος 78 στροφών μπορούσε να περιέχει δύο τραγούδια που ηχογραφήθηκαν σε εντελώς διαφορετική χρονική στιγμή το ένα από το άλλο.
Ο πρώτος δίσκος του Μανέτα που εντοπίστηκε στο συλλεκτικό κύκλο ήταν συγκεκριμένα από το συλλέκτη Βαγγέλη Μαρίνο, με τα τραγούδια Τα δίστιχα του μάγκα και Καλέ μάνα δεν μπορώ, εκτελεσμένα από το Θανάση Μανέτα στο μπουζούκι, τον Ιωάννη Χωραφά ή Λειβαδίτη στο κύμβαλο και άγνωστο τραγουδιστή με το ψευδώνυμο «Σπαχάνης».
Τα τραγούδια αυτά, μέχρι προσφάτως, φαίνεται να αποτελούσαν τις πρώτες ηχογραφήσεις του μπουζουκιού στην Ελλάδα, ενώ με βάση τον αριθμό μήτρας (WG 233-234) ορθώς υπολογίζονται μέσα στο έτος 1931. Πρόσφατα, ο Ολλανδός ερευνητής Hugo Strötbaum επισύναψε μια ενδιαφέρουσα εργασία[1] έχοντας ως βάση αρχεία της Αμερικάνικης εταιρείας «Columbia», όπου αναφέρονται με ακρίβεια οι ημερομηνίες ανατυπώσεων τραγουδιών για την Αμερικανική αγορά δίσκων, που είχαν ηχογραφηθεί στην Ελλάδα. Για να εξηγήσουμε περαιτέρω, η εταιρεία σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είχε πρόσβαση στην αυθεντική μήτρα ηχογράφησης και γι’ αυτό χρησιμοποιούσε μία άπαιχτη κόπια ενός δίσκου, έκανε αναπαραγωγή της και από αυτήν έφτιαχνε μια νέα μήτρα, της οποίας όμως το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν κατώτερο από μια τύπωση που προερχόταν απευθείας από τη μήτρα. Αποτέλεσμα, την περίοδο 1929-1933 να ανατυπωθούν αρκετά τραγούδια ελληνικών ηχογραφήσεων για την Αμερικανική αγορά. Στην αρχεία εμφανίζονται και τα στοιχεία του δίσκου του Μανέτα, τα οποία προοριζόταν για τον ίδιο σκοπό, αλλά που τελικώς δεν κυκλοφόρησε ποτέ η ανατύπωση τους, παρότι πήραν τελικό αριθμό μήτρας (294363-1 και 294364-1). Σύμφωνα με έγγραφα της εταιρείας, ως ακριβής ημερομηνία επαναηχογράφησης των ηχογραφήσεων του Μανέτα για την ανατύπωση τους, ήταν η 31η Δεκεμβρίου 1931. Στην προσπάθεια να αντιληφθούμε την πραγματική ημερομηνία ηχογράφησής τους, (καθώς δεν έχουν διασωθεί πρωτότυπες καρτέλες της εταιρείας «Columbia» για την χρονική περίοδο πριν τον Οκτώβριο του 1932),) χρησιμοποιήθηκε μια συνδυαστική μέθοδος προσέγγισης. Στο καλλιτεχνικό περιοδικό «Μουσική ζωή» του Οκτωβρίου του 1931 περιλαμβάνεται μια κριτική των τελευταίων δίσκων 78 στροφών. Αναφέρονται και οι δίσκοι Η Κατεργάρα από την ομώνυμη επιθεώρηση του συνθέτη Γρηγόρη Κωνσταντινίδη (που ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, τον Ιούνιο του ίδιου έτους) και το κομμάτι Κοσμογονία, που ηχογραφήθηκε την ίδια εποχή αρχικά από τον ηθοποιό Βασίλη Αυλωνίτη. Με βάση τον αριθμό μήτρας των συγκεκριμένων εκτελέσεων στην εταιρεία «Columbia» (WG- 166, WG- 170) συμπεραίνουμε ότι οι ηχογραφήσεις του Μανέτα πρέπει να πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 1931. Δεν έχουμε παρά να αναρωτηθούμε τι αντίκτυπο θα είχε στο αγοραστικό κοινό αν ανατυπωνόταν ο συγκεκριμένος δίσκος με μπουζούκι, ιδιαιτέρως αν αναλογιστούμε πως οι ανατυπώσεις τυπώνονταν συνήθως σε χιλιάδες αντίτυπα, σε αντίθεση με τις αυθεντικές ελληνικές που πολλές φορές έφταναν έως ελάχιστες εκατοντάδες ή και σε ακόμα πιο περιορισμένο αριθμό. Ένα μήνα αργότερα, τον Ιανουάριο του 1932, ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη ο ιστορικός δίσκος του Ιωάννη Χαλικιά με το περίφημο Μινόρε του ντεκέ, ο οποίος σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία, σφραγίζοντας στη συνέχεια την είσοδο του μπουζουκιού στη δισκογραφία
Ο συγκεκριμένος δίσκος του Μανέτα – εκτός της ιστορικής του σημασίας για την ελληνική λαογραφία – είναι εξαιρετικά δυσεύρετος καθώς έως σήμερα έχουν εντοπιστεί μόνο 4 αντίτυπα αυτού. Τα κομμάτια αυτά είναι αδέσποτα ζεϊμπέκικα τραγούδια της ανώνυμης δημιουργίας με θεματολογία του περιθωρίου, ενώ αποτελούν εξαιρετικά δείγματα αφενός του πρώιμου ύφους μάγκικου τραγουδιού και αφετέρου της εκτέλεσης του μπουζουκιού με το χαρακτηριστικό «ανοιχτό» παίξιμο.
Ο μπουζουξής Θανάσης Μανέτας με καταγωγή από την Τρίπολη Αρκαδίας (1879-1942) μνημονεύεται από τους περισσότερους παλαιούς μουσικούς ως ένας από τους πρωτεργάτες του οργάνου της – προ του Μάρκου Βαμβακάρη – εποχής. Υπήρξε ο πρωτοπόρος της Αθηναϊκής κανταδόρικης σχολής μπουζουκιού και έπαιζε με 4χορδο μπουζούκι κατασκευής Μανώλη Κοπελιάδη. Ο Ιωάννης Λειβαδίτης ή Χωραφάς (1879-1972), με καταγωγή από την Καλαμάτα, υπήρξε ο σπουδαιότερος τσιμπαλίστας της δισκογραφίας 78 στροφών και είχε μάθει την τέχνη του στην Ρουμανία ή στην Ουγγαρία. Ο τραγουδιστής με την επωνυμία «Σπαχάνης» [όπως αναφέρθηκε και στο πρόσφατο βιβλίο του γράφοντος «Από τον Ταμπουρά στο μπουζούκι»] ενδέχεται να είναι ο γνωστός συνθέτης Σωτήρης Γαβαλάς ή Μεμέτης (1872-). Ο Γαβαλάς ο οποίος έπαιζε μπουζούκι και μπαγλαμά υπήρξε ταυτόχρονα και εξαιρετικός, αυτοδίδακτος, χορευτής και με την ιδιότητα αυτή πραγματοποιούσε υπαίθριες παραστάσεις, όπως στην περιοχή του Αγίου Αρτεμίου, στη επονομαζόμενη Γούβα των Αθηνών, όπου και γεννήθηκε. Περιοχές των Αθηνών όπως το Μεταξουργείο, το Γκαζοχώρι και ο Βοτανικός, υπήρξαν κέντρα του μάγκικου τραγουδιού και του κόσμου του περιθωρίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μέσω της παρουσίας των Κουτσαβάκηδων και άλλων περιθωριακών ομάδων της εποχής. Ουσιαστικά πρόκειται για το δίσκο που εκπροσωπεί τη σχολή του Αθηναϊκού περιθωρίου του 19ου αιώνα και τη γνήσια μορφή του αδέσποτου τραγουδιού.
Το 2012, ο συλλέκτης Ηλίας Μπαρούνης εντόπισε για πρώτη φορά μία τρίτη ηχογράφηση του ίδιου σχήματος (Μανέτας-Λειβαδίτης) με τραγουδιστή το περίφημο «Αηδόνι της Σμύρνης», τον Κωνσταντίνο Μασσέλο ή Νούρο (1892-1972). Ήταν το γνωστό ζεϊμπέκικο τραγούδι «Ο Μεμέτης». Η σπανιότητα του συγκεκριμένου δίσκου ήταν ακόμη μεγαλύτερη από ό,τι ήταν του προηγούμενου αναφερθέντος. Τα τελευταία χρόνια και μετά από διαρκή έρευνα μπόρεσα να εντοπίσω δύο ακόμη κόπιες του συγκεκριμένου δίσκου. Προέκυψαν όμως κάποιες αντιφάσεις ֗ το αντίτυπο που είχε αρχικά ανευρεθεί αλλά και το πρώτο που είχα εντοπίσει αναγράφουν από κοινού τα εξής στοιχεία:
Mεμέτης, (ζεϊμπέκικο), συνθέτης: Χρήστος Μαρίνος, τραγούδι: Κ. Νούρος, μπουζούκι: Μανέτας, κύμβαλο: Λειβαδίτης. Columbia, DG 203, αρ. μήτρας: WG 324.
Το τρίτο αντίτυπο της εκτέλεσης με το Νούρο, που εντόπισα, φέρει τα εξής:
Mεμέτης, (ζεϊμπέκικο), συνθέτης: Χρήστος Μαρίνος, τραγούδι: Κ. Νούρος, Μπουζούκι Μανέτας, Κύμβαλο Λειβαδίτης. Columbia, DG 139, αρ. μήτρας: WG 201-3.[2]
Όπως διαπιστώνουμε, τόσο ο αριθμός κυκλοφορίας δίσκου όσο και της μήτρας διαφέρει από τους αντίστοιχους αριθμούς του προηγουμένου, παρότι πρόκειται για την ίδια εκτέλεση. Εξετάζοντας τους δύο δίσκους με τον αριθμό μήτρας WG 324, διαπιστώνουμε πως η μήτρα αναγράφεται μόνο στην ετικέτα και όχι χαραγμένη στην επιφάνεια του δίσκου, που ήταν πάντοτε απαραίτητο, ιδίως σε μεγάλες εταιρείες όπως η συγκεκριμένη. Ο αριθμός μήτρας του τρίτου δίσκου, WG 201-3, ο οποίος είναι χαραγμένος, αλλά δυστυχώς η ετικέτα του κατεστραμμένη, υποδηλώνει πως αποτελεί την τρίτη λήψη της συγκεκριμένης εκτέλεσης. Οι μουσικοί της δισκογραφίας 78 στροφών (όπως συμβαίνει και σήμερα) έκαναν επαναλαμβανόμενες ηχογραφήσεις (λήψεις) των τραγουδιών κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, για να μπορούν στο τέλος οι αρμόδιοι των εταιρειών να διαλέξουν την καλύτερη εκδοχή. Άλλοτε η ηχογράφηση πετύχαινε με την πρώτη, ενώ άλλοτε κρινόταν απαραίτητο πως χρειάζονταν περισσότερες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, συμβαίνει το εξής παράδοξο. Η πρώτη λήψη 201-1 κυκλοφόρησε αρχικά με διαφορετική σύσταση ορχήστρας, με το δίσκο να αναγράφει τα εξής:
Mεμέτης, (ζεϊμπέκικο), συνθέτης: Χρήστος Μαρίνος, τραγούδι: Κ. Νούρος, βιολί: Σαλονικιός, μαντόλα: Περιστέρης, κιθάρα: Σκαρβέλης, Columbia, DG 139, αρ. μήτρας: WG 201-1.
Το συγκεκριμένο δίσκο τον εντόπισα αρκετές φορές και για αρκετά χρόνια σε διάφορους συλλέκτες και πάντοτε περιείχε την εκτέλεση του Νούρου με το μικρασιάτικο σχήμα με βιολί (WG 201-1) και ποτέ με μπουζούκι (WG 201-3). Η δεύτερη λήψη παραμένει μέχρι στιγμής άγνωστο ποιο σχήμα μπορεί να περιείχε. Με βάση τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η μήτρα WG324 (που εκδόθηκε αργότερα, με αρ. κυκλοφορίας δίσκου DG 203) αποτελεί λάθος της εταιρείας, αφού δεν υποστηρίζεται από τη χάραξη της, που λείπει και είναι πάντοτε σωστή και η οποία εντοπίζεται μόνο στο δίσκο με αρ. κυκλοφορίας DG 139. Το γεγονός επίσης πως η εταιρεία στην εκτέλεση με το βιολί αποφάσισε να αναγράφεται και ο αριθμός λήψης (-1) σημαίνει πως είχε προγραμματίσει να κυκλοφορήσει την τρίτη λήψη με το μπουζούκι.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε για ποιο λόγο έγινε αυτό το ασυνήθιστο συμβάν, απλώς εξετάζουμε το σενάριο οι συγκεκριμένοι μουσικοί να βρέθηκαν στο σημείο ηχογράφησης για τα τραγούδια Τα δίστιχα του μάγκα/ Καλέ μάνα δεν μπορώ και οι υπεύθυνοι της εταιρείας αποφάσισαν να ηχογραφήσουν – μαζί με την προγραμματισμένη εκδοχή του Μεμέτη με το βιολί – και αυτήν με το μπουζούκι.
Από το συγκεκριμένο γεγονός καταλήγουμε στο συμπέρασμα, το οποίο καταρρίπτει την αρχική εντύπωση, πως την πρώτη ηχογράφηση του μπουζουκιού στην Ελλάδα αποτελεί τελικώς το τραγούδι Μεμέτης (αρ. μήτρας: WG 201-3), το οποίο και προηγείται από το τραγούδι Τα δίστιχα του μάγκα (αρ. μήτρας: WG 233). Πιθανώς, αυτά τα δύο να ηχογραφήθηκαν την ίδια μέρα ή με διαφορά μίας όπως και συνηθιζόταν.
Άλλη μια σκέψη που συγκλίνει στο ότι ο αριθμός WG324 είναι λανθασμένος, έγκειται στο λογικό επιχείρημα πως δύσκολα το ίδιο σχήμα (το οποίο δεν υπήρξε σταθερό στη δισκογραφία και δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ) θα ερχόταν ένα χρόνο μετέπειτα για να επαναηχογραφήσει ένα τραγούδι το οποίο ο τραγουδιστής το είχε ήδη ξαναπεί και είχε ευρέως κυκλοφορήσει. Το πιθανότερο είναι πως η εταιρεία αποφάσισε, μετά από ένα χρονικό διάστημα, να κυκλοφορήσει ξανά την τρίτη λήψη, την οποία είχε αρχικά τυπώσει σε ελάχιστα αντίτυπα δίνοντας ένα νέο αριθμό κυκλοφορίας δίσκου, με διαφορετική τη β’ πλευρά ( Ο Ξενύχτης με τα κορίτσια-Αγγέλα Μαυρομάτη), παραλείποντας πιθανώς λανθασμένα τη μήτρα από τη χάραξη του δίσκου και αναγράφοντας διαφορετικό τον αριθμό της στην ετικέτα του.
Ερωτηματικά εγείρονται και ως προς το συνθέτη του τραγουδιού. Ο Χρήστος Μαρίνος υπήρξε σαντουριέρης – με συμμετοχή στη δισκογραφία 78 στροφών με την ιδιότητα του συνθέτη σε τέσσερα τραγούδια. Συμμετείχε επίσης ως οργανοπαίχτης σε λίγες ηχογραφήσεις, στις οποίες συνοδεύει τους τραγουδιστές Γιώργο Παπασιδέρη και Γεώργιο Λαζαρίδη ή Σπανό.
Το τραγούδι Μεμέτης ηχογραφήθηκε σε 6 συνολικά εκτελέσεις στη δισκογραφία 78 στροφών, τις εξής:
Ο Ντερβίσης, Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς, His Master’s Voice AO 377/ BW 2942, Αθήνα 25.11.1929.
Ο Μεμέτης, Ζαχαρίας Κασιμάτης, Parlophon B-21562/ 101050, Αθήνα 1931.
Μεμέτης, Κώστας Νούρος, Columbia DG 139/WG201-1, Αθήνα 1931.
Μεμέτης, Κώστας Νούρος, Columbia DG 139/WG201-3, Αθήνα 1931,
και DG 203/ WG324 (λάθος) Αθήνα 1931.
O Μεμέτης, Δημήτρης Αραπάκης, Orthophonic S-601, Αθήνα 19.05.1931.
Πού πας Μεμέτη μου, Γιώργος Κατσαρός, Balkan 805, ΗΠΑ ~1945.
Ο Μεμέτης, Μάρκος Μέλκον, Orientale 6605, ΗΠΑ ~1945-48.
Ο Μεμέτης, Σταύρος Καλούμενος, Standard F-9017-A, ΗΠΑ, 1948.
Η μελωδία του τραγουδιού συγγενεύει με το γνωστό αδέσποτο ζεϊμπέκικο της ανώνυμης δημιουργίας Το ραδίκι. Οι ετικέτες στις οποίες αναγράφεται ως συνθέτης αφορούν μόνο τις εκτελέσεις των εταιρειών «Columbia» και «Parlophon», ενώ έχουν εντοπιστεί και αντίτυπά τους που δεν τον αναγράφουν με αυτή την ιδιότητα. Στις υπόλοιπες εκτελέσεις του τραγουδιού δεν αναγράφεται κάποιος ως συνθέτης. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ο κατάλογος της εταιρείας «Parlophon», του έτους 1932, όπου αντί για όνομα συνθέτη βρίσκουμε τη φράση «διασκευή Σκαρβέλη» ֗ γίνεται αναφορά δηλαδή στον Κωνσταντινουπολίτη κιθαρίστα Κώστα Σκαρβέλη ο οποίος και συμμετείχε στις συγκεκριμένες δύο εκτελέσεις. Σχεδόν πάντα η φράση «διασκευή» χρησιμοποιούνταν από τους υπεύθυνους των εταιρειών για δημιουργίες οι οποίες θεωρούνταν παραδοσιακές και όχι για όσες είχαν επώνυμο συνθέτη.
Ένα κοινό το οποίο φέρουν οι συγκεκριμένοι δύο δίσκοι (της «Columbia» και «Parlophon») είναι πως η πίσω πλευρά του τραγουδιού Μεμέτης περιέχει και στις δύο περιπτώσεις το τραγούδι Χασαπάκι, σύνθεση του Κώστα Σκαρβέλη, με τραγουδιστές τους Κώστα Νούρο και Βαγγέλη Σωφρονίου, αντίστοιχα. Μέχρι στιγμής δεν έγινε δυνατόν να εντοπιστεί η ετικέτα της πρώτης ηχογράφησης του τραγουδιού με τίτλο Ο Ντερβίσης, που έγινε το 1929 από τον Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά.
Μόνο εικασίες μπορούν να σημειωθούν στο θέμα της καταγωγής του τραγουδιού. Σ’ αυτό όμως το δίλημμα θα αντιπαραβάλλουμε κάποια λιγοστά στοιχεία. Το κυριότερο έρχεται από το δημοσιογράφο και κιθαρίστα Κώστα Μπέζο, ο οποίος σε άρθρο του το 1939 για το Σωτήρη Γαβαλά ή Μεμέτη αναφέρει πως γνώριζε το τραγούδι από μικρό παιδί και πως ο Γαβαλάς – σύμφωνα με τον ίδιο – αποτελεί το συνθέτη του. Ο Μπέζος, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας του Δημήτρη Κούρτη, γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1905, όπου και πήγε σχολείο, ενώ μετέβη στην Αθήνα το 1925, για να φοιτήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ως αστός, πιθανολογούμε πως γνώριζε το τραγούδι πριν την χρονολογία άφιξής του στην Αθήνα. Μία φωτογραφία τραβηγμένη πιθανότατα στην Κόρινθο τον απαθανατίζει νεαρό με φιλική παρέα, στην οποία διαφαίνεται και ένας που κρατάει μπουζούκι. Ο σαντουριέρης Χρήστος Μαρίνος του Γεωργίου, γεννήθηκε στη Χίο το 1896[2] και υπήρξε κατά εννέα χρόνια μεγαλύτερος του Μπέζου. Προσωπική μου άποψη (βασιζόμενη στη μαρτυρία του Μπέζου) είναι πως το τραγούδι είτε είναι παραδοσιακό αδέσποτο είτε αποτελεί σύνθεση του Σωτήρη Γαβαλά. Ο Γαβαλάς αποτελεί το μεγαλύτερο (ηλικιακά) συνθέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού που γνωρίζουμε, αφού – σύμφωνα με το άρθρο- ήταν γεννημένος το 1872. Ο Κώστας Ρούκουνας αναφέρει στον Τάσο Σχορέλη, γι’ αυτόν:
Ας πιάσουμε το «Δυο γυφτοπούλες στο βουνό». Οι νέοι τού δίνουν κάποιον χρωματισμό άλλο που το μπασταρδεύει το τραγούδι, διότι δεν ζήσανε αυτοί τότες, ούτε που ήτονε γεννημένοι. Πώς μπορούνε να το ξέρουνε; Διότι αυτό το τραγούδι μού το έφερε στα 1929 ο μπαρμπα – Σωτήρης ο Μεμέτης, ο μακαρίτης, ένας σπουδαίος ρεμπέτης που θάτανε και 65 χρονώ τότες και το τραγούδησα στην Πλάκα. Αυτός ήτονε παλιός συνθέτης. Ίσως τα λόγια να τάχει πάρει από την ανθολογία ή από το μερολόγιο, όμως ο χαβάς ήτονε δικός του. Αργότερα το τραγούδησε και ο Μάρκος. Ο μπαρμπα – Σωτήρης έγραφε ωραία τραγούδια από τα τότες που εγώ ήμουνα αγέννητος. Έμεινε όμως άγνωστος γιατί του τα παίρνανε άλλοι τα τραγούδια του και τα λέγανε για δικά τους.
Το σημαντικό άρθρο του Κώστα Μπέζου για την εφημερίδα «Ελληνικό μέλλον» (13 Νοεμβρίου 1939) εντόπισε ο ερευνητής Φώτης Χατζίδης.[4]Το μεταφέρουμε αυτούσιο.
Ο ΜΕΜΕΤΗΣ
τα βιολιά που βαρούν και το… ζεϊμπέκικο!
Ρεκόρ χορού σε μια λαϊκή ταβέρνα εις ηλικίαν 67 ετών
Όπου καταπλέει και ο Ξυνός
Πες μου, Μεμέτη μου, πού πας
και μένα πού μ’ απαρατάς;
Πού πας, Μεμέτη και Μαργιώ;
Βαρούν βιολιά και πάω να ιδώ…
Δεν υπάρχει ασφαλώς άνθρωπος μέσα στην Αθήνα και στις επαρχίες ακόμη, που να μην έχει τραγουδήσει το παραπάνω τραγούδι στην ταβέρνα ή σε οποιοδήποτε γλέντι. Όσο για τον εαυτό μου, το ακούω χρόνια αμέτρητα, από μικρό παιδί. Προχθές το βράδυ λοιπόν σε μια λαϊκή ταβέρνα γνώρισα το Mεμέτη!!! Ένα γεροντάκι 67 χρονών, σεμνό, λιγόλογο ντυμένο νοικοκυρίσια, σ’ ένα λαϊκό κέντρο διασκεδάσεως! – Τούτος είνε, μωρέ, ο Μεμέτης!
Ο ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ
Κείνη τη στιγμή χόρευε το χορό που του αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Το Ζεϊμπέκικο. Στα νειάτα του τον θαύμαζαν όλες οι παρέες του λαού, δεν τολμούσε δε κανείς να τα βάλει μαζί του στο χορό. Μα και σήμερα, που χορεύει σαν παιδί 17 χρονών, παρά τα 67 του χρόνια, βασιλεύει μέγας σεβασμός εκ μέρους των θαμώνων. Ο γέρος ολόισιος σαν κυπαρίσσι, «φέρνει τη βόλτα του» – με όλα τα κόλπα που μόνος του εφεύρε με τόση χάρι και ευκινησία που αξίζει να χειροκροτήσει κανείς με την καρδιά του. Βεβαίως ο Ζεϊμπέκικος, χορός για τον πολύ και ανεπτυγμένο κόσμο είναι κάτι το «μπανάλ», μα βλέποντας το Μεμέτη είνε αδύνατον να μη θαυμάσει το ταλέντο ενός αμόρφωτου και αγράμματου τύπου, ο οποίος με μόνο όπλο την αγάπη του στο χορό, εδημιούργησε κάτι το δικό του, έστω και στο Ζεϊμπέκικο χορό. Εκεί έζησε, αυτόν έμαθε από παιδί. Δεν τον κρίνουμε σαν χορευτή σαλονιού, απλώς ως ταλέντο. Η αλήθεια είναι πως ο χορός αυτός έχει μέσα του πολύ τη μόρτικη. Εδώ είναι η διαφορά. Ο Μεμέτης δεν είναι καθόλου μόρτης στην εν γένει χορευτική του έκφραση. Αντίθετα, έχει τη σεμνή παλικαριά στις κινήσεις του. Περισσότερο ανδρισμό, δηλαδή, παρά αυτό το σαχλό μόρτικο ύφος, που προκαλεί αηδία. «- Δεν κουράζεσαι, κυρ – Σωτήρη (έτσι είνε το μικρό του όνομα) να χορεύεις τόσες ώρες;
-Όχι γιατί εγώ παιδί μου, χορεύω με πάθος. Σ’ όλη μου τη ζωή δεν έκανα καμιά δουλειά. Χόρευα!! Κείνα τα χρόνια, πριν ακόμα πολιτιστούνε οι άνθρωποι, ήμουνα δακτυλοδεικτούμενος στην πιάτσα. Είχα και δύο μαχαίρια, ετόσα, ασημένια, κι’ όταν χόρευα τα δούλευα με μαστοριά μεγάλη».
Σημειωτέον ότι η προσθήκη των μαχαιριών, που αναφέρει ο Μεμέτης, είναι παρμένη από τους Τούρκους. Με τη διαφορά ότι οι Τούρκοι χορεύουν το Ζεϊμπέκικο σε πολύ βαρύ και αργό ρυθμό και σε εντελώς διαφορετικό στυλ από μας.
ΚΑΤΑΠΛΕΕΙ Ο ΞΥΝΟΣ
Ας συνεχίσει τώρα ο Μεμέτης: «Για ταίρι μου στο χορό είχα και τον Ξυνό – ο Ξυνός είνε ο φερόμενος ως αντίζηλος , κείνα τα χρόνια, του Μεμέτη. Με τον Ξυνό λοιπόν κάναμε θάμματα και πράματα, προ πάντος στο χασάπικο κάνανε ούλοι πέρα» – Πού βρίσκεται σήμερα ο Ξυνός; – Έχω και δέκα χρόνια να τον δω. Σκορπίσαμε». Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και άξαφνα το μαγαζί γίνεται ανάστατο… Έμπαινε ο Ξυνός, γκον στο μεθύσι, γέρος με άσπρα, ελάχιστα μαλλιά. Ωραία σύμπτωσις. Ο Μεμέτης τον φίλησε σταυρωτά και τον κέρασε μπύρα. Συγκινητική η σκηνή πράγματι, μα πιο συγκινητική ακόμη όταν ο γέρο Ξυνός παραπαίων, ζήτησε από το Μεμέτη να χορέψουνε μαζί, όπως χορεύανε στα νειάτα τους.
– Σήκω Σωτήρη, να φέρουμε τη βόλτα μας.
Και την έφεραν με πραγματική δεξιοτεχνία και κόλπα, που δεν τα είχανε ξεχάσει ύστερα από 60 χρόνια. Δεν εσημειώθη κανένα λάθος. Ο χορός πήγε κορδόνι. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Μεμέτης είνε συνθέτης και στιχουργός. Το τραγούδι που μιλάει γι’ αυτόν είνε γραμμένο από τον ίδιο.
Πες μου, Μεμέτη μου, πού πας κλπ.
Όσοι διαβάζουν το παρόν, δεν φαντάζομαι να βρουν τον εαυτό τους δυσαρεστημένον, για μια άγνωστη πτυχή της Αθηναϊκής Λαογραφίας, με ήρωα το Μεμέτη, που στην πραγματικότητα λέγεται Γαβαλάς και Μεμέτης είνε το ψευδώνυμο που διάλεξε ο ίδιος.
Ευχαριστώ:
Tον ερευνητή Hugo Strötbaum, για την υπόδειξη του στην χειρόγραφη καρτέλα ανατυπώσεων Αμερικής.
Τους συλλέκτες Θανάση Μουστάκα και Ηλία Μπαρούνη, για το τσεκάρισμα του αριθμού μήτρας στην Μικρασιάτικης σύσταση ορχήστρας εκδοχή του τραγουδιού Μεμέτης, με τον Κωνσταντίνο Νούρο, από τα αντίτυπα που έχουν στην διάθεση τους.
Tην Ελένη Σπυροπούλου.
[1] Ιστότοπος: https://www.recordingpioneers.com/grurks/index.php/new/29-columbia/301-annotated
[2] Το πλήρες ηχογραφημένο έργο του Θανάση Μανέτα περιλαμβάνεται στην έκδοση “Aπό τον Ταμπουρά στο μπουζούκι”, εκδόσεις “Η Ιστορία της Ελληνικής μουσικής – 78 στροφές”.
[3] Τα στοιχεία προέρχονται από την καρτέλα του μουσικού στο «Συνδέσμο μουσικών Αθηνών και Πειραιώς Η Αλληλοβοήθεια», όπου εγγράφεται το 1928, χρονιά ίδρυσης και του συλλόγου.
[4] Πηγή: https://rembetiko.gr/
Σταύρο, κάποιος θείος μου – γεννημένος τό 1912 – μού είχε μιλήσει γιά έναν πλανόδιο χορευτή στήν τότε ‘Αθήνα, πού τήν έποχή τών Άποκριών χόρευε μέ δεξιοτεχνία τό ζεμπέκικο σέ ύπαίθριους χώρους, βαστώντας
έναν άργιλέ στό κεφαλι καί τραγουδώντας:
” Άργιλέ μου πάρε βόλτα,
γιά νά θυμηθώ τά πρώτα! ”
Δέν άποκλείεται.- κάνω τη σκέψη – νά ήταν ο ίδιος ό Γαβαλάς.
Ευχαριστούμε για την πληρέστατη ενημέρωση.