Οι μουσικοί των Σμυρναίικων κομπανιών στις ηχογραφήσεις της πρώιμης δισκογραφίας (1909–1913) και ο Γιάννης Αλεξίου ή Γιοβανίκας

Γράφει ο Σταύρος Κουρούσης

Ο Γιάγκος Αλεξίου ή Γιοβανίκας (1850-1925), σε γαμήλιο γλέντι στη Μυτιλήνη, ~ αρχές δεκαετίας 1910.

Ο Γιάγκος Αλεξίου ή Γιοβανίκας συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων εκπροσώπων  της ελληνικής μικρασιατικής μουσικής παράδοσης. Αποτέλεσε μία από τις προσωπικότητες που διαμόρφωσαν και εξέλιξαν τη σμυρναίικη μουσική, κατά το 19ο αιώνα. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και έζησε για ένα διάστημα στο Γκαλάτι της Ρουμανίας, όπου σπούδασε βιολί. Η παραμονή του εκεί τού επέτρεψε να αφομοιώσει το ρουμανικό μουσικό ιδίωμα, το οποίο αργότερα μετέφερε και ενσωμάτωσε στο σμυρναίικο  μουσικό περιβάλλον.

Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι κατά πόσον ο Γιοβανίκας έλαβε μέρος σε ηχογραφήσεις γραμμοφώνου, καθώς και ποιοι μουσικοί συμμετείχαν γενικότερα στις πρώιμες ηχογραφήσεις των Σμυρναίικων κομπανιών αυτής της περιόδου. Σ’ αυτό τον προβληματισμό το παρόν άρθρο επιχειρεί να συμβάλει στην αναζήτηση απαντήσεων, εστιάζοντας αφενός στα επιφωνήματα που καταγράφονται εντός των ηχογραφήσεων και αφετέρου στο μουσικό αισθητήριο ως βασικό κατευθυντήριο στοιχείο. Για το Γιοβανίκα, όπως και για άλλους μουσικούς που θα αναφερθούν στη συνέχεια, υπάρχουν καταγεγραμμένα βιογραφικά στοιχεία· ωστόσο, το παρόν κείμενο δεν θα επεκταθεί σ’  αυτά. Οι πληροφορίες που αφορούν τις ημερομηνίες και τον αριθμό των ηχογραφήσεων των εταιρείων «Concert record gramophone» και «Zonophone» προέρχονται από την εργασία του δισκογράφου Allan Kelly, ενώ επιπλέον στοιχεία των εταιρειών, αντλήθηκαν και από το εξαιρετικό βιβλίο του ερευνητή και συλλέκτη, Αριστομένη Καλυβιώτη, Σμύρνη – Η Μουσική Ζωή 1900–1922.

Η πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση «Εστουδιαντίνας» στη δισκογραφία γραμμοφώνου εντοπίζεται με την «Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα» (Estudiantina Athenienne) και το τραγούδι Αφροδίτη, το οποίο ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο του 1904, για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Zonophone.[1] Η ονομασία «Ελληνική Εστουδιαντίνα»  (Estudiantina Grecque)[2] εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ετικέτα δίσκου γραμμοφώνου το έτος 1905, στο τραγούδι Βραδιά Σκοτεινιασμένη, το οποίο ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας «Zonophone» και επανεκδόθηκε παράλληλα από τη θυγατρική εταιρεία «Concert Record Grammophone»[3]. Ο όρος «Εστουδιαντίνα» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται συστηματικά,  τα επόμενα χρόνια, συγκεκριμένα το 1906 και 1907, στις ίδιες εταιρείες (καθώς και στην εταιρεία «Lyrophone»), ενώ από το 1909 και εξής καθιερώνεται σχεδόν καθολικά σε όλες τις δισκογραφικές ετικέτες που καταπιάνονται με το ρεπερτόριο των αστικών μουσικών συνόλων της εποχής.

Η χρήση του όρου φαίνεται να είχε ευρύτερη απήχηση ήδη από το 19ο αιώνα, γεγονός που τεκμηριώνεται και από δημοσίευμα της Πατρινής εφημερίδας ΝΕΟΛΟΓΟΣ (29 Δεκεμβρίου 1895), που μαρτυρεί την ευρεία αποδοχή της συγκεκριμένης ονομασίας για τα οργανωμένα μουσικά σύνολα των ελληνικών πόλεων.

Και διὰ νὰ μὴ ὑστερήση καὶ ἡ ἄνω πόλις εἰς τὴν μουσικὴν κίνησιν, κατήρτισε καὶ αὕτη τὴν ἑστουντιατίνα της. Ἐκεῖ παρὰ τὰ σκαλιὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἷς ὅμιλος μικτός, δηλαδὴ ἐπανοχωρῑται καὶ κατωχωρῖται ἀδελφωμένοι, ἐξασκοῦνται τὴν ἑσπέραν μὲ τὰ μαντολῑνα των, τὰ φλάουτα των, ὁλοέν καταρτιζόμενοι, ὁλοέν τελειοποιούμενοι. Χθὲς ἤκουσα φαντασίαν τοῦ Φωστ, τεμάχιον τῆς ἰσχύος τῆς εἱμαρμένης, ἐκτελούμενα, ἂν οὐχὶ μετὰ πολλῆς τέχνης, ἀλλὰ μετὰ μεγάλης προθυμίας. Ἡ τελευταία αὕτη εἶναι μουσικὴ ἀρετή, καὶ οἱ επανοχωρῑται θὰ καταρτίσουν πραγματικὴν καὶ ἀληθῆ Ἀχαϊκὴν ἑστουντιατίνα

Οι πρώτες ηχογραφήσεις των Σμυρναίικων κομπανιών

 Οι πρώτες ηχογραφήσεις σμυρναίικων μουσικών συγκροτημάτων καταγράφονται στη δισκογραφία, το Μάρτιο του 1909, για λογαριασμό της εταιρείας «Concert Record Gramophone» υπό τη γενική ονομασία «Ελληνική Εστουδιαντίνα». Η ορχήστρα αποτελείτο από βιολί, σαντούρι, βιολοντσέλο και μαντολίνο ή μαντόλα, και ηχογράφησε συνολικά 37 τίτλους. «Για λόγους ιστορικής ακριβείας, η ονομασία «Ελληνική Εστουδιαντίνα» απαντά ήδη σε ηχογραφήσεις της Κωνσταντινούπολης κατά την περίοδο 1905–1907, αναφερόμενη σε ορχήστρες τόσο ελαφρού ιδιώματος (με όργανα όπως το μαντολίνο και η κιθάρα) όσο και λαϊκότερης απόχρωσης (με αρμόνικα, μαντολίνο και κιθάρα).

Στη συγκεκριμένη σειρά, η «Ελληνική Εστουδιαντίνα» συνοδεύει μια πλειάδα ερμηνευτών, μεταξύ των οποίων τον Ι. Χατζηλάκο, το Λευτέρη Μπεσλεμεδάκη ή Μενεμενλή, τον Αρμένιο Ovannes Effendi και την Δνίς Μαρία, ενώ στο τέλος της σειράς εμφανίζονται οι τραγουδιστές Αντώνιος Βάλτερ, Άλφερντ Σολλάρο, Πωλ Αρμάντ και Δνίς Κλοτθίλδη, καλλιτέχνες με καθαρά ευρωπαϊκό μουσικό ρεπερτόριο.

Το ρεπερτόριο των ηχογραφήσεων αυτών περιλαμβάνει ελαφρά, λαϊκά και τούρκικα τραγούδια καθώς και αμανέδες. Στα τραγούδια, όπου στις ετικέτες των δίσκων αναγράφεται μόνο η ένδειξη «Ελληνική Εστουντιαντίνα», το ρόλο της πρώτης φωνής συνήθως αναλαμβάνει ο Ι. Χατζηλάκος. Στο τραγούδι Μικρό μου σαν γυρίσω ακούγεται χαρακτηριστικά η προσφώνηση «Monsieur Hatzilako» στην έναρξη, ενώ τον συνοδεύει δίφωνη χορωδία.

Το καθαρά λαϊκό ρεπερτόριο της «Ελληνικής Εστουδιαντίνας» όπως το περίφημο τσιφτετέλι Θα σπάσω κούπες, αλλά και οι δυο αμανέδες  Ματζόρε και Ταμπαχανιώτικος, ερμηνεύονται από το Λευτέρη Μενεμενλή. Στο τσιφτετέλι, ο Μενεμενλής συνοδεύεται τουλάχιστον από ένα ακόμη τραγουδιστή, αγνώστου ταυτότητος.

Κατά το ίδιο  –  πιθανότατα –  έτος (1909), καταγράφεται και η εμφάνιση της «Σμυρναίικης Εστουδιαντίνας» (Estoudiantina Smyrniote) στη δισκογραφία, αυτή τη φορά για λογαριασμό της εταιρείας «Odeon», στη σειρά CX 1877–1906. Η δραστηριότητα της συγκεκριμένης ορχήστρας συνεχίζεται και στα επόμενα χρόνια, με νέες ηχογραφήσεις που εντάσσονται στη σειρά XSC 61–75. Στις ηχογραφήσεις αυτές, βασικός τραγουδιστής θα είναι ο Γιάννης Τσανάκας, ενώ τον συνοδεύουν ακόμη δύο ερμηνευτές, εκ των οποίων ο ένας πιθανόν είναι ο Αρμένιος Ovannes ή ο Χρήστος Αραπάκης.

Οι εκτελεστές μουσικοί, τόσο σε αυτές πρώτες σειρές ηχογραφήσεων της «Concert Record Gramophone» όσο και της «Odeon» , παραμένουν άγνωστοι, καθώς δεν καταγράφονται καθόλου επιφωνήματα ή άμεσες αναφορές σε ονόματα κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων — πρακτική που, όπως θα φανεί, διαφοροποιείται στις σειρές που ακολουθούν τα επόμενα χρόνια.

Ο βιολιστής Κος Μήτσος

Ο βιολιστής με την επιγραμματική αναφορά «Κύριος Μήτσος» εμφανίζεται στην δεύτερη σειρά ηχογραφήσεων των Σμυρναίικων κομπανιών και αναμφισβήτητα είναι ο βιολιστής που ηχογραφήθηκε περισσότερο από κάθε άλλον. Η πρώτη επιβεβαιωμένη δισκογραφική του εμφάνιση πραγματοποιείται στις 25 Ιουνίου 1910 στη Σμύρνη, με την «Ελληνική Εστουδιαντίνα» για λογαριασμό της εταιρείας «Concert Record Gramophone». Στο πλαίσιο αυτής της σειράς, καταγράφονται 41 τίτλοι, με τραγουδιστές τους Ιωάννη Τσανάκα, Λευτέρη Μενεμενλή, Χρήστο Αραπάκη και Ovannes.

Ο «Κύριος Μήτσος»  συμμετέχει επίσης σε δύο οργανικά κομμάτια: το πασίγνωστο Βλάχικο συρτό και Σαμπάχ ταξίμ. Η σύνθεση της ορχήστρας παραμένει ίδια με την προηγούμενη: βιολί, σαντούρι, βιολοντσέλο και μαντολίνο.

Στις 7 Ιουνίου 1912, ο «Κύριος Μήτσος»  συμμετέχει σε 33 ηχογραφήσεις της εταιρείας «Favorite», που επίσης πραγματοποιήθηκαν στη Σμύρνη, αυτή τη φορά συνοδευόμενος από μικρότερη ορχήστρα, αποτελούμενη από σαντούρι και μαντολίνο. Σε αρκετές από αυτές τις ηχογραφήσεις ακούγεται επιφώνημα με την προσφώνησή του, γεγονός που ενισχύει την ταυτοποίησή του. Το ύφος του παιξίματός του παρουσιάζει ομοιότητα με εκείνο του Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιού, ο οποίος θα κυριαρχήσει στη μεταγενέστερη ελληνική δισκογραφία από το 1926 και εξής.

Ο Δημήτρης Μπαρούσης ή Λορέντζος, επίσης Σμυρνιός βιολιστής, θα πρέπει να αποκλειστεί από την ταύτιση με τον «Κύριο Μήτσο»  για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, ο Μπαρούσης εμφανίζεται δισκογραφικά γύρω στο 1928, σε μικρή σειρά ηχογραφήσεων για την εταιρεία «Polydor», όπου συνοδεύει τους τραγουδιστές Βαγγέλη Σωφρονίου και Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά. Στις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις, το ύφος του παιξίματός του διαφοροποιείται αισθητά από εκείνο του βιολιστή των πρώιμων ηχογραφήσεων της Σμύρνης.

Δεύτερον, σύμφωνα με μαρτυρία του δισέγγονού του, δημοσιογράφου Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη, ο Μπαρούσης στη Σμύρνη έπαιζε αποκλειστικά κλασικό βιολί[4] γεγονός που είναι εμφανές από το εκτελεστικό ύφος και ηχόχρωμα των εκτελέσεων της «Polydor» και που έρχεται σε αντίθεση με το λαϊκό και αυτοσχεδιαστικό ιδίωμα του «κ. Μήτσου».

Εταιρεία “Orfeon

Ο «Κύριος Μήτσος» εμφανίζεται επίσης το 1913 σε μια σειρά ηχογραφήσεων για την εταιρεία «Orfeon», οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αναδεικνύουν διάφορα διλήμματα ως προς την ταυτότητα των εκτελεστών. Οι ηχογραφήσεις αυτές, σύμφωνα με τον Μένιο Καλυβιώτη, πραγματοποιήθηκαν πιθανότατα, όχι στη Σμύρνη αλλά στην Κωνσταντινούπολη, παρά την ένδειξη «Σμύρνη» στην ετικέτα των δίσκων,

Σύμφωνα με την μαρτυρία του Αλέκου Αλεξίου, εγγονού του περίφημου βιολιστή Γιάννη Αλεξίου ή Γιοβανίκα, που καταγράφεται από τον Δ. Αρχιγένη στο βιβλίο του Τα σινάφια τση Σμύρνης, το τραγούδι Καληνυχτιά με το Γιάννη Τσανάκα (το οποίο είχε στην πίσω πλευρά του τον Ραστ Μανέ με ερμηνευτή το  Χρήστο Αραπάκη) είχε ηχογραφηθεί από τον ίδιο τον Γιοβανίκα.  Μάς λέει τα εξής.

Τὴν κομπ᾿ ἀνία του τὴνε καλούσανε στὴν Πόλη καὶ σὲ πολλὲς πολιτεῖες τοῦ ἐσωτερικοῦ στὴν Ἀνατολή. Κἰ ἀκόμας καὶ στὴν Ἀλεξάντρα καὶ στὸ Κάιρο. Εἶχε βγάλει πολλὲς φωνογραφικὲς πλάκες. Ἀπὸ ᾽φτες, μόνο μία ἔχει σωθεῖ, ποὺ τὴνε φυλάει ὁ ἐγγονᾶς του ὁ Ἀλέκος ὁ Ἀλεξίου, γιὸς τοῦ γιοῦ του, τοῦ Τζώρτζη. Αὕτη εἶχε βγεῖ στὴν Ἀλεξάντρα ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο τοῦ Σ. Παπασταθοπούλου, γιὰ λογαριασμὸ τσῆΣμύρνης. Ἀπ᾿ τὴ μιὰ μεριὰ ἔχει μιὰ πατινάδα μὲ τὸν τίτλο «Καλή Νύχτα», ποὺ τήνε τραγουδᾷει ὁ Τσανάκας. Κι᾿ ἀπτὴν ἄλλη, «σωστὸς ἀμανὲς στὰ ἑλληνικὰ» ἀπὸ τὸ Ἀραπάκι τὸ Χρῆστο. Καὶ τσοὶ δυ τραγουδιστάδες τσοὶ ἀκομ᾿ πανιαίρνει ἡ κομπ᾿ ἀνὶα τοῦ Γιάνκου τοῦ Βλάχου.

Με βάση τα διαθέσιμα δισκογραφικά στοιχεία, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εντοπίζονται σε έναν μόνο δίσκο, ο οποίος ανήκει στην εταιρεία «Orfeon». Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Σπύρος Παπασταθόπουλος εκτός από τον δικό του εκδοτικό οίκο με την επωνυμία «Η Λύρα», είχε ιδρύσει και δική του εταιρεία παραγωγής δίσκων 78 στροφών στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, υπό την επωνυμία «Disco Οrfeo», από την οποία μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί ελάχιστοι δίσκοι. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για κάποιον δίσκο που δεν έχει ακόμη ανευρεθεί.

Η ορχήστρα στις ηχογραφήσεις της «Orfeon» αυτής της περιόδου, με βάση τις ηχογραφήσεις που έχουν εντοπιστεί συγκροτείται από:

  • σαντούρι, παιγμένο από τον περίφημο Βαγγέλη Σαλάβαρη.
  • μαντολίνο, από τον Αντρέα (τον αποκαλούμενο και «παινεμένο»), ο οποίος ενδέχεται να ταυτίζεται με τον μαντολινίστα Αντρέα που – σύμφωνα με τη μαρτυρία της Αγγελικής Παπάζογλου –  έφερε το παρωνύμι «Ποντίκι».
  • βιολοντσέλο, αγνώστου εκτελεστή.
  • Αρμόνικα, από τον άγνωστο «Μήτσο Φύσα».

Σε καμία εξ αυτών δεν αναφέρεται ρητά το πλήρες όνομα του βιολιστή στα επιφωνήματα· αντιθέτως, απαντά συνήθως το υποκοριστικό «Μήτσος» η «Μητσάκη». Εξαίρεση, ωστόσο, αποτελεί μία ηχογράφηση, η οποία εγείρει σημαντικά ερωτήματα.

Συγκεκριμένα, στην εκτέλεση του Ουσάκ Μανέ (Orfeon 11104/ 1487) από τον ελάχιστα ηχογραφημένο τραγουδιστή Ζαχαρία Κωνσταντίν, στη μοναδική σωζόμενη κόπια που έχει εντοπιστεί έως σήμερα στους συλλεκτικούς κύκλους, καταγράφονται τα εξής επιφωνήματα:

– Γεια σου Ζαχαρία με την παρέα σου!
– Γεια σου Χιωτάκη Δημητρό!
– Χτύπα το, Πέτρο, χτύπα το!

Η αναφορά στο όνομα «Χιωτάκης Δημητρός» δημιουργεί εύλογα ερωτήματα σχετικά με τη συμμετοχή του Δημήτρη Μαρωνίτη στην εν λόγω ηχογράφηση, και κατ’ επέκταση ενδεχομένως και σε άλλες της περιόδου  αυτής.

Ο Δημητρός Μαρωνίτης, γνωστός με το ψευδώνυμο «Χιωτάκης», υπήρξε πατέρας της Αγγελικής Μαρωνίτη – Παπάζογλου και ονομαστός σαντουριέρης και κανονιέρης στη Σμύρνη. Η ίδια ωστόσο αναφέρει γι’ αυτόν στις διηγήσεις της:

Εγώ γεννήθηκα στη Σμύρνη κι ο πατέρας μου ήτανε μουσικοδάσκαλος σχεδόν. Έπαιζε βιολί καλό και σαντούρι. Είχε μαθητές και έδειχνε… Ξέρεις τι γινότανε με το Μεμετάκι και τον μπαμπά μου; Το Μεμετάκι έλεγε πως το καλύτερο βιολί τση Σμύρνης είναι ο μπαμπάς μου, κι ο μπαμπάς μου έλεγε πως το καλύτερο βιολί είναι το Μεμετάκι.

Ο σαντουριέρης Πέτρος πιθανώς ταυτίζεται με τον Πέτρο το Φραγκί, διακεκριμένο εκτελεστή του σαντουριού στη Σμύρνη, στενό φίλο και συνεργάτη του σπουδαίου συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, συζύγου της Αγγελικής.

Το βιολιστικό ύφος της εν λόγω ηχογράφησης παρουσιάζει ουσιώδη ταύτιση με το ύφος των λοιπών ηχογραφήσεων της εταιρείας, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της εκδοχής ότι ο αποκαλούμενος «Κύριος Μήτσος» ταυτίζεται με τον Δημήτρη Μαρωνίτη ή Χιωτάκη. Κατά τη μαρτυρία του Γιώργη Παπάζογλου, έπειτα από προσωπική επικοινωνία, ουδείς άλλος μουσικός με το ίδιο προσωνύμιο φέρεται να έδρασε στη Σμύρνη. Υπό το πρίσμα αυτής της πληροφορίας, η ταύτιση κρίνεται εξαιρετικά πιθανή.

Στις Σμυρναίικες ηχογραφήσεις της δισκογραφικής εταιρείας «Orfeon» αυτής της περιόδου, καταγράφεται και η συμμετοχή των τραγουδιστών Τσανάκα, Χρήστου Αραπάκη, Σταμάτη Μπόγια, Παντελή Βουρλιώτη και του Αρμένιου Ovannes. Στις ηχογραφήσεις του τελευταίου, εντοπίζεται οργανική συνοδεία αποτελούμενη από βιολί, κιθάρα και μαντολίνο. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει πως η σύνθεση της κομπανίας ενδέχεται να μεταβαλλόταν σε αντίθεση με τη σταθερότητα που παρατηρείται στις ηχογραφήσεις των λοιπών εταιρειών. Ωστόσο, τόσο ο Μινόρε μανές όσο και ο Μανές Καληνυχτιά, που απαντώνται στο ρεπερτόριο της «Orfeon», παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ομοιογένεια ως προς την ερμηνευτική και οργανική τους προσέγγιση,  σε σύγκριση με αντίστοιχες εκτελέσεις των εταιρειών «Concert Record Gramophone» και «Favorite», στις οποίες συμμετέχει ο «Κύριος Μήτσος».

Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό καταλήγω και στο προσωπικό συμπέρασμα πως ο Γιοβανίκας δεν συμμετείχε ποτέ σε ηχογραφήσεις δίσκων της εποχής και αν συμβαίνει το αντίθετο, αυτές θα πρέπει να ταυτίζονται με τις πρώτες εγγραφές της εταιρείας «Odeon», φέρουσες την ένδειξη «Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα», ή (αν και λιγότερο πιθανό) και στις ηχογραφήσεις του 1909 της εταιρείας «Concert Record Gramophone», για τις οποίες παρατηρείται η παντελής απουσία επιφωνημάτων.

Γιάννης Δραγάτσης ή Ογδοντάκης

Το Δεκέμβριο του 1911,  πραγματοποιήθηκε στη Σμύρνη για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Concert Record Grammophone μια εκτενής σειρά ηχογραφήσεων, αποτελούμενη από 50 τίτλους. Από αυτούς, οι 41 ηχογραφήσεις αποδίδονται από παραδοσιακή ορχήστρα με βασικά όργανα το βιολί, το σαντούρι και το μαντολίνο, ενώ οι υπόλοιπες από την «Εστουδιαντίνα Βασιλάκη» — ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου μαντολινίστα,  Βασίλη Σιδερή.

Στις 41 ηχογραφήσεις, στο βιολί εμφανίζεται ο φημισμένος Γιάννης Δραγάτσης, γνωστός και ως Ογδοντάκης, στο σαντούρι ο Βαγγέλης Σαλάβαρης, στο μαντολίνο ο Αντρέας, ενώ διακρίνεται και η παρουσία βιολοντσέλου, χωρίς να έχει ταυτοποιηθεί ο εκτελεστής. Πρόκειται για τις πρώτες καταγεγραμμένες εμφανίσεις του Ογδοντάκη στη δισκογραφία, ο οποίος εκτελεί επίσης δύο οργανικά κομμάτια υπό τον τίτλο Ζεϊμπέκικο (χορός 1 ) και Ζεϊμπέκικο (χορός 2) , όπου αναγράφεται στις ετικέτες των δίσκων ως «Κύριος Απτάλης». Το Ζεϊμπέκικο (χορός 2) αποτελεί τη πρώτη καταγραφή της μελωδίας του Harmandalı Zeybeği  που ταυτίζεται με τη μελωδία του τραγουδιού Ο μάγκας του Βοτανικού, το οποίο παραμένει δημοφιλές έως σήμερα.

Τα επιφωνήματα που ακούγονται κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων αυτής της σειράς παρέχουν σημαντικά τεκμήρια για την ταυτότητα των εκτελεστών μουσικών. Ο Βαγγέλης Σαλάβαρης  – καταξιωμένος σαντουριέρης και δάσκαλος επιφανών μουσικών όπως οι Δημήτρης Ατραΐδης, Γιαννάκης Ζαφειρόπουλος και Ερμόλαος Κόνσολας  – ερμηνεύει φωνητικά δύο τραγούδια στη ρουμάνικη (βλάχικη) διάλεκτο στο τέλος της σειράς. Το κομμάτι Βλάχικο – Στο περιβόλι ολοκληρώνεται με ένα εντυπωσιακό δεξιοτεχνικό δείγμα ρουμάνικης «χόρας», διάρκειας περίπου ενάμιση λεπτού, παιγμένο από το Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη), αποδεικνύοντας τόσο το τεχνικό του εύρος όσο και τη βαθιά του εξοικείωση με μουσικές παραδόσεις της Βαλκανικής.

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στα αδέλφια Σταμάτη και Χρήστο Μπόγια, που ηχογράφησαν για την εταιρεία «Favorite», τον Σεπτέμβριο του 1911 στην Κωνσταντινούπολη, περίπου είκοσι τραγούδια, ανάμεσα στα οποία λαϊκά, αμανέδες και λίγα ευρωπαϊκά της εποχής. Αν και οι δύο ήταν περίφημοι τραγουδιστές, φαίνεται ότι ο Χρήστος Μπόγιας έπαιξε και βιολί σε αυτές τις ηχογραφήσεις, συνοδεύοντας τον αδελφό του. 


Βιβλιογραφία:

Καλυβιώτης Αριστομένης, Σμύρνη: η μουσική ζωή 1900-1922, Music Corner & Τήνελλα, Αθήνα 2002.

Παπάζογλου Γιώργης, Αγγέλα Παπάζογλου: Τα Χαΐρια μας εδώ, ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης, Κουκίδα-Αιγαίον, Ε’ έκδοση, Αθήνα 2022.

Οι ετικέτες των δίσκων προέρχονται από το αρχείο του γράφοντος εκτός της ετικέτας του κομματιού Βλάχικο συρτό που προέρχεται από το αρχείο του Κωνσταντίνου Κοπανιτσάνου. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση τους αρκεί να αναφέρεται η αρχική πηγή.

Η φωτογραφία του Γιάγκου Αλεξίου ή Γιοβανίκα, αναδημοσιεύεται από το βιβλίο: Μίλιε μου Κρήτη απ’ τα παλιά, επιμ. Σταύρου Κουρούση – Κωνσταντίνου Κοπανιτσάνου, Η Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής – 78 στροφές. Αθήνα 2016.

Ευχαριστώ την Ελένη Σπυροπούλου για τη φιλολογική διόρθωση.



[1]  Zonophone αρ. δίσκου 014500(345).

[2]  Από την ισπανική λέξη estudio, που σημαίνει σπουδή

[3] Αρ. δίσκου Zonophone X-102124(313), Concert Record Grammophone αρ. δίσκου 14-12936).

[4] Προσωπική επικοινωνία (10.2016).

2 thoughts on “Οι μουσικοί των Σμυρναίικων κομπανιών στις ηχογραφήσεις της πρώιμης δισκογραφίας (1909–1913) και ο Γιάννης Αλεξίου ή Γιοβανίκας

  1. Rebet Cafe says:

    Δημήτρης Λαδόπουλος (Μανησαλής), απο τη Μανίσα-Μαγνησία, βιολιστής.
    Βιολί: Μήτσος Δρακόπουλος, Δημητρός Λωρετζάκης
    Σαντούρι: Πέτρος Φράγκος -το Φραγκί
    Μαντολίνο: Ανδρέας το μποντίκι

    ΠΗΓΗ: Ηλίας Βολιώτης: Μούσα πολύτροπος

    Reply
  2. admin says:

    Ο Δημήτρης ο Λαδόπουλος η Μανησαλης δεν ταιριάζει ηλικιακά με την ημερομηνία των ηχογραφήσεων και το υφος του διαφοροποιείται αρκετά από αυτο των πρώιμων ηχογραφήσεων. Ο Λωρετζακης είναι ο Λορεντζος που αναφέρω ήδη. Ο Μήτσος ο Δρακόπουλος παραμένει άγνωστος.

    Reply

Leave a Reply

Your email address will not be published.

Scroll Up